δάπτρια: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(6_10)
(8)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάπτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., δ. [[νοῦσος]], καταβιβρώσκουσα, Γρηγ. Ναζ. 2. 121Β· δάπτειραν ἐδωδὴν [[αὐτόθι]] 172C.
|lstext='''δάπτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., δ. [[νοῦσος]], καταβιβρώσκουσα, Γρηγ. Ναζ. 2. 121Β· δάπτειραν ἐδωδὴν [[αὐτόθι]] 172C.
}}
{{grml
|mltxt=[[δάπτρια]], η (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δάπτης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 523] νοῦσος, verzehrend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δάπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., δ. νοῦσος, καταβιβρώσκουσα, Γρηγ. Ναζ. 2. 121Β· δάπτειραν ἐδωδὴν αὐτόθι 172C.

Greek Monolingual

δάπτρια, η (Α)
βλ. δάπτης.