λίγξ: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_23) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίγξ''': λιγγός, ἡ, = [[καμπτήρ]], Ἡσύχ. ἴδε ἐν λέξ. [[λικριφίς]] | |lstext='''λίγξ''': λιγγός, ἡ, = [[καμπτήρ]], Ἡσύχ. ἴδε ἐν λέξ. [[λικριφίς]]· - ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 421, ὁ Erfurdt διώρθωσε λίγγα θηρατηρίαν (ἀντὶ λύγγα) ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ βέλους (πρβλ. [[λίγγω]]). | ||
}} | }} |