3,274,216
edits
(6_21) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πείρᾱμα''': τό, [[πειρασμός]], Ἐκκλ. | |lstext='''πείρᾱμα''': τό, [[πειρασμός]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜ [[πειρώμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πρόκληση]], [[αναπαραγωγή]] διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη [[μελέτη]] και [[εξακρίβωση]] της φύσεως και των νόμων της εξελίξεώς τους και την [[ανεύρεση]] της αιτίας που τά προκαλεί<br /><b>2.</b> δοκιμαστική [[προσπάθεια]] με σκοπό την [[επίτευξη]] ενός σκοπού, [[απόπειρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπρακτη [[δοκιμή]], πρακτική [[δοκιμασία]], [[πειραματισμός]]<br /><b>2.</b> [[πειρασμός]]. | |||
}} | }} |