πείραμα
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
German (Pape)
[Seite 545] τό, Versuch, Versuchung.
Greek (Liddell-Scott)
πείρᾱμα: τό, πειρασμός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το, ΝΜ πειρώμαι
νεοελλ.
1. η πρόκληση, αναπαραγωγή διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη μελέτη και εξακρίβωση της φύσεως και των νόμων της εξελίξεώς τους και την ανεύρεση της αιτίας που τά προκαλεί
2. δοκιμαστική προσπάθεια με σκοπό την επίτευξη ενός σκοπού, απόπειρα
μσν.
1. έμπρακτη δοκιμή, πρακτική δοκιμασία, πειραματισμός
2. πειρασμός.