πρωτόμαχος: Difference between revisions

(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protomachos
|Transliteration C=protomachos
|Beta Code=prwto/maxos
|Beta Code=prwto/maxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fighting in the first rank</b>, <span class="bibl">Ath.4.154e</span>, cf. <span class="title">AP</span>5.70 (pr. n. with pun, Pall.).</span>
|Definition=πρωτόμαχον, [[fighting in the first rank]], Ath.4.154e, cf. ''AP''5.70 (pr. n. with pun, Pall.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόμᾰχος:''' [[сражающийся в первых рядах]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόμᾰχος''': -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.
|lstext='''πρωτόμᾰχος''': -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται στην πρώτη [[γραμμή]], ο [[πρόμαχος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Πρωτόμαχος</i><br />[[Αθηναίος]] που εκλέχθηκε [[στρατηγός]] [[μαζί]] με τον Κόνωνα [[μετά]] την [[καθαίρεση]] του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

English (LSJ)

πρωτόμαχον, fighting in the first rank, Ath.4.154e, cf. AP5.70 (pr. n. with pun, Pall.).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόμᾰχος: сражающийся в первых рядах Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμᾰχος: -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος
Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- -μαχος (< μάχομαι)].