στρατηγός
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ὁ (the fem. in Ar.Ec.491,500 is merely comic), Arc. and Dor. στρᾰτᾱγός IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.), SIG597 B (Thermum, iii B.C.), etc.; Aeol. στρότᾱγος IG12 (2).6.7 (Mytil.), 11(2).1064b27 (Delos):—
A leader of an army or commander of an army, general, strategus Archil.58.1, A.Th.816, Arist.Ath.22.3, etc.; ἀνὴρ σ. A.Ag.1627, Pl.Ion 540d; opp. ναύαρχος (admiral), S.Aj.1232 (v. infr. 11.1).
2 generally, commander, governor, πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν Id.Ant.8, cf. Arist.Mu.398a29.
3 c. gen., στρατηγοὶ τοῦ πεζοῦ Hdt.7.83; τῶν παραθαλασσίων Id.5.25, etc.; Ἀχαιῶν S.Aj. l.c.; στρατεύματος X.An.1.7.12.
4 metaph., παραλαβὼν.. οἶνον σ. Antiph.18; στρατηγοὶ κυνηγεσίων masters of hounds, Arist.Mu. 398a24; so strategum te facio huic convivio = I elect you commandant of this banquet, Plaut.Stich.702.
II at Athens, the title of 10 officers elected by yearly vote to command the army and navy, and conduct the war-department at home, commanders in chief and ministers of war, Hdt.6.109, Th.1.61, 4.2, Arist.Ath.26.1, 44.4, 61.1, D.4.25; οἱ στρατηγοί οἱ εἰς Σικελίαν And.1.11, cf. IG12.302.46, al.; στρατηγοί εἵλοντο δέκα X.HG1.5.16, cf. Eup. 117.4, pl.Com. 185, etc.; τῷ στρατηγῷ τῷ ἐπὶ τὰς συμμορίας ᾑρημένῳ IG22.1629.209; when distinguished from ναύαρχος and ἵππαρχος, the στρατηγός is commander of the infantry, Decr. ap. D.18.184, Arist.Ath.4.2; χειροτονηθεὶς στρατηγός ἐπὶ τὸ ναυτικόν, ἐπὶ τὰ ὅπλα, IG22.682.5,31; ἐπὶ τὴν παρασκευήν ib.22; ἐπὶ τὴν χώραν ib.24.
2 also of chief magistrates of the cities of Asia Minor, Hdt.5.38; of many other Greek states, IG5(2) l.c. (Tegea, iv B.C.), 12(9).191 A 44 (Eretria, iv B.C.), OGI329.42 (Aegina, ii B.C.), Timae.114, Plb.2.43.1, etc.
3 in Ptolemaic and Roman Egypt, military and civil governor of a nome, PEnteux. 1.12, al. (iii B.C.), PCair.Zen.351.4 (iii B.C.), BGU1730.11 (i B.C.), OGI184.3 (Philae, i B.C.), Wilcken Chr.41 ii 6 (iii A.D.), 43.1 (iv A.D.); also in other parts of the Ptolemaic empire, e.g. at Calynda in Caria, PCair.Zen.341 (a).20 (iii B.C.); in Cyprus, OGI84 (iii B.C.); ὁ στρατηγός τῆς Ἰνδικῆς καὶ Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ib. 186 (Philae, i B.C.); in the Attalid empire, ib.267.13 (Pergam., iii B.C.), al.; στρατηγός τῆς πόλεως at Alexandria, BGU729.1 (ii A.D.); at Ptolemais, OGI743 = Raccolta Lumbroso 299 (i B.C.), Sammelb.7027 (ii A.D.).
4 στρατηγός ὕπατος = consul, IG5(1).1165 (Gythium, ii B.C.), 9(2).338 (Cyretiae, ii B.C.), 42(1).306 D (Epid., ii B.C.), Plb.1.52.5; also στρατηγός alone, Id.1.7.12, al., SIG685.20 (Crete, ii B.C.), and ὕπατος alone, v. ὕπατος; στρατηγός ἀνθύπατος = proconsul, ib.826 I 1 (Delph., ii B.C.), 745.2 (Rhodes, i B.C.); ἑξαπέλεκυς στρατηγός = praetor, Plb.3.106.6; used of the praetor urbanus, Id.33.1.5; called στρατηγός κατὰ πόλιν IG14.951 (i B.C.), etc.; στρατηγός alone = praetor, D.H.2.6, Arr.Epict.2.1.26: also of the duumviri or chief magistrates of Roman colonies, as of Philippi, Act.Ap.16.20: later of the Comes Orientis, Lib.Or.56.21.
5 an officer who had the custody of the Temple at Jerusalem, ὁ στρατηγός τοῦ ἱεροῦ Ev.Luc. 22.52, Act.Ap.4.1, J.BJ6.5.3.
6 νυκτερινὸς στρατηγός = superintendent of police at Alexandria, Str.17.1.12.
7 = φαλαγγάρχης (q.v.), Arr. Tact.10.7, Ael.Tact.9.8.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, Anführer eines Kriegsheers, Heerführer, Aesch. Ag. 567; ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας μόρον, 1610; Soph. oft, κοὔτε στρατηγούς, οὔτε ναυάρχους μολεῖν ἡμᾶς Ἀχαιῶν διωμόσω, Ai. 1211; Eur.; in Prosa von Her. an häufig, z. B. στρατηγὸς τοῦ στρατοῦ, 7, 83, auch ἡ στρατηγός, Ar. Eccl. 491. 500; übh. Anführer, καὶ ἡγεμών, Plat. Conv. 193 b. – In manchen griechischen Staaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen die Anführer des Fußvolks, die zugleich eine richterliche Behörde bilden; bei Dem. 18, 38 im Psephisma werden unterschieden ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρ. καὶ ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, vgl. §. 115. – Bei den Römern praetor, u. στρατηγὸσὕπατος, consul, Pol. u. Plut.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. chef d'armée, général ; στρατηγὸς ἀνήρ m. sign. ; στρατηγὸς στρατοῦ HDT, στρατηγὸς στρατιᾶς XÉN général d'une armée, chef d'une expédition ; στρατηγὸς ὅλων SOPH, τῶν πάντων XÉN généralissime;
II. particul.
1 à Athènes stratège, sorte de ministre de la guerre ; à l'origine, les stratèges étaient au nombre de dix, un par tribu, choisis tous les ans parmi les citoyens d'Athènes, et exerçant le commandement à tour de rôle ; au temps de Démosthène, les stratèges commandant en temps de guerre étaient au nombre de deux, le commandant des troupes d'infanterie (ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων, τῶν ὁπλιτῶν) et le commandant des troupes de cavalerie (ὁ ἐπὶ τῶν ἱππέων) ; les autres restaient à Athènes et étaient chargés de fonctions techniques (financières, équipement, etc.);
2 stratège, chef militaire et civil des ligues achéenne et étolienne;
3 haut fonctionnaire dans les villes d'Asie Mineure;
4 Égypte ptol. chef administratif d'un nome ou d'une μερίς;
5 à Rome consul.
Étymologie: στρατός, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγός -οῦ, ὁ [στρατός, ἄγω] milit. legeraanvoerder, generaal; σ. ὅλων opperbevelhebber Soph. Ai. 1106 = σ. τῶν πάντων opperbevelhebber Xen. Hell. 3.2.13; f.. ἡ σ. de vrouwelijke generaal Aristoph. Eccl. 491. polit. in Athene strategos (titel van 10 jaarlijks gekozen leiders met militaire bevoegdheden). in andere Griekse steden gezaghebber, hoogste ambtenaar. in het Romeinse systeem praetor; plur..; οἱ στρατηγοί stadsbestuurders (van de kolonie Philippi) NT Act. Ap. 16.20; commandant:. σ. τοῦ ἱεροῦ commandant van de tempelwacht NT Luc. 22.52.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγός: ὁ (Arph. тж. ἡ σ. = στρατηγίς II,
2 1) (тж. ἀνὴρ σ.) (главнокомандующий) командующий, полководец (τοῦ πεζοῦ Her.; τοῦ βασιλέως στρατεύματος Xen.);
2 командующий сухопутными силами (οὔτε στρατηγοὶ οὔτε ναύαρχοι Soph.);
3 командующий пехотой (ὁ σ. καὶ ὁ ἵππαρχος Thuc.);
4 правитель (τῶν παραθαλασσίων ἀνδρῶν Her.): τί τοῦτ᾽ αὖ φασὶ κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν; Soph. что это еще за указ объявил, говорят, правитель (Фив)?;
5 (в Афинах), стратег (коллегия из 10 стратегов, по одному от каждой филы, переизбиравшихся ежегодно, ведала всеми военными делами; в военное время одни из них командовали вооруженными силами, а остальные продолжали исполнять свои обязанности в Афинах) Thuc., Xen., Dem.;
6 стратег (член высшего совета союза греч. государств - Ахейского или Эолийского) Polyb.;
7 (в Риме) (тж. σ. ὕπατος) консул Polyb., реже претор или претор по делам римских граждан (лат. praetor urbanus) Polyb.;
8 начальник или смотритель (στρατηγοὶ τοῦ ἱεροῦ NT).
English (Strong)
from the base of στρατιά and ἄγω or ἡγέομαι; a general, i.e. (by implication or analogy) a (military) governor (prætor), the chief (præfect) of the (Levitical) temple-wardens: captain, magistrate.
English (Thayer)
στρατηγοῦ, ὁ (στρατός and ἄγω), from Herodotus down, the Sept. chiefly for סֶגֶן (only plural סְגָנִים);
1. the commander of an army.
2. in the N.T. a civic commander, a governor (the name of the duumviri or highest magistrates in the municipia and colonies; they had the power of administering justice in the less important cases; οἱ τῆς πόλεως στρατηγοί, Artemidorus Daldianus, oneir. 4,49; of civil magistrates as early as Herodotus 5,38; (see references in Meyer on R. V. magistrates (after A. V.), with marginal reading Gr. praetors), στρατηγός τοῦ ἱεροῦ, 'captain of the temple' (A. V.), i. e. the commander of the Levites who kept guard in and around the temple (Josephus, Antiquities 20,6, 2; (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Captain, 3; Edersheim, The Temple etc., chapter vii., 2edition, p. 119f)): A. V. captain), Luke 22:4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και αρκαδ. και δωρ. τ. οτραταγός και αιολ. τ. στρόταγος και στον Αριστοφ. στρατηγός, ἡ, Α
αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος
νεοελλ.
1. ανώτατος στρατιωτικός επιφορτισμένος με τη διοίκηση μεγάλης μονάδας ή με τη διεύθυνση επιτελείου («στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας»)
2. συνήθης προσαγόρευση όλων τών ανώτατων αξιωματικών που έχουν βαθμό ανώτερο του συνταγματάρχη
μσν.
τίτλος στη στρατιωτική ιεραρχία της βυζαντινής περιόδου, που χρησιμοποιήθηκε από τον 7ο ως τον 12ο αιώνα για τον ανώτατο στρατιωτικό και πολιτικό διοικητή
αρχ.
1. κυβερνήτης, αρχηγός, διοικητής («πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν», Σοφ.)
2. ο διοικητής του πεζικού, σε αντιδιαστολή προς τον ναύαρχο και τον ίππαρχο
3. ο ανώτατος άρχων τών πόλεων της Μικράς Ασίας αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων
4. (στην πτολεμαϊκή και ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής νομού
5. ο ανώτατος διοικητής τών ανατολικών επαρχιών
6. αξιωματικός ο οποίος ήταν αρχηγός της φρουράς του ναού στα Ιεροσόλυμα
7. ο αρχηγός φάλαγγας, φαλαγγάρχης
8. (στη Ρώμη) α) δικαστής τών αστικών υποθέσεων
β) διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας
γ) καθένας από τους δύο συνάρχοντες δυαρχίας ή δυανδρίας
9. μτφ. αρχηγός («στρατηγοὶ κυνηγεσίων», Αριστοτ.)
10. (το αρσ. πληθ.) oἱ στρατηγοί
(στην αρχ. Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που εκλέγονταν ετησίως με ψηφοφορία ως διοικητές του στρατού και του στόλου και γενικά ως ηγήτορες τών στρατιωτικών πραγμάτων
11. φρ. α) «οἶνος στρατηγός»
μτφ. οίνος άριστης ποιότητας (Αντιφ.)
β) «στρατηγὸς ὕπατος» — ο ανώτατος άρχων της ρωμαϊκής πολιτείας
γ) «στρατηγὸς ἀνθύπατος» — έπαρχος με εξουσία υπάτου
δ) «ἐξαπέλεκυς στρατηγός» — ο πραίτωρας
ε) «νυκτερινὸς στρατηγός»
(στην Αλεξάνδρεια) ο αρχηγός της αστυνομίας (Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, πλο-ηγός, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
στρᾰτηγός: Δωρ. στρατᾱγός, ὁ,
I. αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος, στρατηγός, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, διοικητής, κυβερνήτης, σε Σοφ.
II. 1. στην Αθήνα, ονομασία δέκα αξιωματούχων που εκλέγονταν ανά έτος προκειμένου να διοικήσουν τον στρατό και το ναυτικό και να ηγηθούν της πολεμικής προετοιμασίας, με επικεφαλής τον πολέμαρχο (πολέμαρχος), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· όταν διακρίνεται από τα ναύαρχος και ἵππαρχος, το στρατηγός δηλώνει τον διοικητή του πεζικού, σε Δημ.
2. ένας από τους ανώτατους άρχοντες διαφόρων ελληνικών πόλεων, σε Ηρόδ., Πολύβ.
3. στρατηγὸς ὕπατος ή στρατηγός μόνον, Ρωμαίος Ύπατος, σε Πολύβ.· στρατὸς ἑξαπέλεκυς, Ρωμαίος Πραίτωρ, στον ίδ.· επίσης, ένα από τα δύο μέλη της ρωμαϊκής διανδρίας (Λατ. duumviri), ανώτατος άρχοντας των ρωμαϊκών αποικιών, σε Καινή Διαθήκη
4. αξιωματούχος που ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη του Ναού της Ιερουσαλήμ, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
στρατηγός: ὁ, Δωρικ. στρατᾱγός, Αἰολ. στροταγός, ἴδε τὰς λέξ.· (τὸ θηλ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 491, 500, εἶναι ἁπλῶς κωμικόν)· - ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς στρατεύματος, στρατηγός, Ἀρχίλ. 52, καὶ συχν. ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. καὶ ἐφεξῆς· ἀνὴρ στρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1627, Πλάτ. Ἴων 540D· ἀντίθετ. τῷ ναύαρχος, Σοφ. Αἴ. 1232 (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1). 2) καθόλου, διοικητής, κυβερνήτης, πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν Σοφ. Ἀντ. 8, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 11. 3) μετὰ γεν., στρατηγὸς τοῦ πεζοῦ Ἡρόδ. 7. 83· τῶν παραθαλασσίων 2. 25, κτλ.· Ἀχαιῶν Σοφ. Αἴ. ἔνθ’ ἀνωτ.· στρατεύματος Ξεν. 1. 7, 12. 4) μεταφορ., παραλαβὼν .. οἶνον στρατηγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκεστρ.» 1· στρατηγοὶ κυνηγεσίων, κύριος τῶν κυνῶν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 10· οὕτω, strategum te facio huic convivio, Plant. Stich 5. 4, 20. ΙΙ ἐν Ἀθήναις ἐκαλοῦντο οὕτω δέκα ἄρχοντες ἐκλεγόμενοι ἐτησίως διὰ ψήφου ὡς διοικηταὶ τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου καὶ ὡς διευθυνταὶ τῶν στρατιωτικῶν πραγμάτων, δηλ. στρατηγοί, ναύαρχοι καὶ ὑπουργοὶ τῶν στρατιωτικῶν καὶ ναυτικῶν, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 6. 109, ἔνθα παρίστανται ἅπαντες ἐν ἐκστρατείᾳ ἐπὶ κεφαλῆς ἔχοντες τὸν πολέμαρχον, πρβλ. πολέμαρχος, καὶ ἴδε Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152· οἱ στρ. οἱ εἰς Σικελίαν Ἀνδοκ. 2. 30· μετὰ τὴν ἐς Ἀμφίπολιν στρ., ἀφ’ οὗ ἐπορεύθην ὡς στρατηγὸς εἰς τὴν Ἀμφίπολιν, Θουκ. 5. 26· στρατηγοὺς εἵλοντο δέκα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 16, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 15. 4 κἑξ., Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 5, κτλ.· ὁσάκις διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ναυάρχου καὶ τοῦ ἱππάρχου ὁ στρατηγὸς εἶναι διοικητὴς τοῦ πεζικοῦ, Δημ. 290. 3· ἀναγιγνώσκομεν ὅτι ἕνδεκα στρατηγοὶ ἐστάλησαν εἰς Ποτίδαιαν, Θουκ. 1. 57· πέντε εἰς Μακεδονίαν, αὐτόθι 61· τρεῖς εἰς Σικελίαν, ὁ αὐτ. 4. 2, κτλ.· πρβλ. Δημ. 47. 13. 2) οὕτως ἐκαλοῦντο καὶ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες τῶν πόλεων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ἡρόδ. 5. 38· ὡσαύτως τῶν Ἀχαιῶν καί τινων παλαιῶν Ἑλληνίδων πολιτειῶν, Πολύβ. 2. 43, 1, κτλ. 3) στρ. ὕπατος, ὁ παρὰ Ρωμαίοις Consul, ὁ αὐτ. 1. 52, 5· οὕτω μόνον στρατηγός, ὁ αὐτ. 1. 7, 12, κτλ.· πρβλ. ὕπατος ΙΙ· στρ. ἑξαπέλεκυς, ὁ Praetor, ὁ αὐτ. 3. 106, 6· ἔτι δὲ καὶ ὁ Praetor urbanus, ὁ αὐτ. 33. 1, 5· καλούμενος καὶ στρ. κατὰ πόλιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 2· καὶ μόνον στρατηγὸς ὁ Praetor, Διον. Ἁλ. 2. 6, κτλ.· πρβλ. στρατηγέω Ι. 1, στρατηγία Ι. 2· - ὡσαύτως οἱ duumvini ἢ ἀνώτατοι ἄρχοντες τῶν Ρωμαϊκῶν ἀποικιῶν, οἷον τῶν Φιλίππων, Πράξ. Ἀποστ. ιϚ΄, 20 κἑξ.· ἐν Ἀκράγαντι, Ἀθήν. 37C· ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4721, 4723, 5078. 4) ἀξιωματικὸς ἔχων τὴν φυλακὴν τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, ὁ στρ. τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγ. κ.Λουκ. κβ΄, 5 2, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 1, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3.
5) στρ. νυκτερινός, διοικητὴς τῆς ἀστυνομίας ἐν Αἰγύπτῳ. Στράβ. 797.
Middle Liddell
στρᾰτηγός, δοριξ στρατᾱγός, οῦ, ὁ,
I. the leader or commander of an army, a general, Hdt., Attic: generally, a commander, governor, Soph.
II. at Athens, the title of 10 officers elected yearly to command the army and navy, and conduct the war-department, with the Polemarch at their head, Hdt., Thuc., etc.; when distinguished from ναύαρχος and ἵππαρχος the στρατηγός is commander of the infantry, Dem.
2. one of the chief magistrates of several Greek cities, Hdt., Polyb.
3. στρ. ὕπατος, or στρατηγός alone, the Roman Consul, Polyb.; στρ. ἑξαπέλεκυς the Praetor, Polyb.:—also one of the duumviri or chief magistrates of Roman colonies, NTest.
4. an officer who had the custody of the Temple at Jerusalem, NTest.
Chinese
原文音譯:strathgÒj 士特拉特-誒哥士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:戰爭-帶領(者)
字義溯源:將軍,軍隊指揮官,統治者,官,官員,官長,守殿官;由(στρατιά)=類似營房)與(ἄγω)*=帶領)組成,而 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(10);路(2);徒(8)
譯字彙編:
1) 官長(7) 徒5:24; 徒5:26; 徒16:20; 徒16:22; 徒16:35; 徒16:36; 徒16:38;
2) 官員(1) 徒4:1;
3) 官(1) 路22:52;
4) 守殿官(1) 路22:4
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στρατός (τοῦ στρώννυμι) + ἄγω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήμ. ἄγω καί στορέννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ στρατηγός: στρατηγῶ, στρατήγημα, στρατήγησις, καταστρατήγησις, στρατηγητέον, στρατηγητικός, ἀστρατήγητος, στρατηγία, στρατηγικός, στρατήγιον (=ἡ σκηνή τοῦ στρατηγοῦ), στρατηγός, στρατηγιάω (ἐφετικό = ἐπιθυμῶ νά εἶμαι στρατηγός).
Lexicon Thucydideum
praetor, imperator, praetor, commander, 1.46.2, 1.48.3. 1.49.4. 1.59.2. 1.61.1. 1.62.2, 1.62.4. 1.63.3. 1.64.2. 1.74.1. 1.94.1. 2.10.3, 2.13.1, 2.21.3. 2.55.2. 2.65.4. 2.68.7. 2.69.1. 2.69.12.70.1. 2.70.4. 2.79.7. 2.83.4. 2.86.6. 3.4.1. 3.4.2. 3.3.1. 3.7.1. 3.18.3. 3.19.1. 3.30.4. 3.75.1. 3.80.2. 3.86.1. 3.90.2. 3.94.2. 3.98.4. 3.107.2. 3.109.1. 3.111.3. 3.115.2. 3.115.4. 4.2.2. 4.4.1, 4.7.1. 4.15.2. 4.16.1. 4.27.5. 4.27.54.29.1. 4.36.1. 4.43.1. 4.44.2. 4.46.3. 4.46.5. 4.47.2. 4.50.1. 4.65.3. 4.66.3. 4.67.2. 4.69.1. 4.73.4. 4.75.1. 4.76.1. 4.89.1, 4.94.2. 4.101.2. 4.104.4. 4.104.44.106.2. 4.118.14, 4.119.2. 4.130.6. 4.132.1. 5.52.2. 5.55.4. 5.59.5. 5.65.5. 5.65.6. 5.69.1. 5.74.3. 5.84.3. 5.114.1. 6.8.2, 6.8.3. 6.26.1. 6.31.5. 6.34.6. 6.40.2, 6.41.1. 6.41.5. 6.42.1. 6.42.16.46.2. 6.46.5. 6.50.2. 6.51.1. 6.62.1. 6.63.2. 6.64.1. 6.64.16.2.1. 6.65.1. 6.72.4, 6.72.46.5.1. 6.73.1. 6.91.1. 6.93.4. 6.96.3. 6.98.3. 6.99.2. 6.100.1. 6.103.4, 7.9.1. 7.14.2. 7.47.1. 7.48.4. 7.50.3. 7.50.4. 7.60.2, 7.65.3. 7.69.1. 7.69.4. 7.70.8. 7.73.4. 8.5.4, 8.9.2. 8.27.1. 8.29.2. 8.30.1. 8.41.3. 8.45.3. 8.48.4. 8.54.3. 8.73.3. 8.73.4. 8.76.2, 8.80.3. 8.82.1, 8.82.2. 8.3.1. 8.85.3. 8.89.2. 8.92.4. 8.92.5. 8.9.1. 8.95.2. 8.98.3. 8.104.3.
Translations
Albanian: gjeneral; Arabic: جِنِرال; لِوَاء; Egyptian Arabic: لواء; Armenian: զորավար, գեներալ; Azerbaijani: general; Belarusian: генерал, ваеначальнік, палкаводзец, генэрал; Bulgarian: генерал; Burmese: ဗိုလ်ချုပ်ကြီး; Catalan: general; Chinese Mandarin: 將軍, 将军, 將帥, 将帅; Czech: generál; Danish: general; Dutch: generaal; Esperanto: generalo; Estonian: kindral; Finnish: kenraali; French: général; Galician: xeneral; Georgian: გენერალი; German: General; Greek: στρατηγός, πτέραρχος; Aeolic: στρόταγος; Ancient Greek: στρατηγός; Hebrew: גֶּנֶרָל; Hindi: जनरल; Hungarian: generális, tábornok; Indonesian: jenderal; Italian: generale; Japanese: 陸軍大将, 将軍; Kazakh: генерал; Khmer: ផ្កាយ, ព្រះពលទេពសេនាបតី, ឧត្តមសេនីយ, នាយឧត្តមសេនីយ៍, នាយឧត្តមនាវី, សេនាឯក, មេទ័ព; Korean: 장군(將軍), 대장(大將); Kyrgyz: генерал; Lao: ພົນເອກ; Latin: imperator, dux; Latvian: ģenerālis; Lithuanian: generolas; Macedonian: генерал; Malay: jeneral; Maori: tianara; Marathi: सेनापती, जनरल; Mongolian Cyrillic: генерал; Norwegian Bokmål: general; Nynorsk: general; Persian: ژنرال; Polish: generał; Portuguese: general; Romanian: general; Russian: военачальник, полководец, генерал; Serbo-Croatian Cyrillic: ђенѐра̄л; Roman: đenèrāl; Slovak: generál; Slovene: general; Spanish: general; Swahili: jenerali; Swedish: härförare, general; Tagalog: heneral; Tajik: генерал; Thai: พลเอก; Turkish: general; Turkmen: general; Ukrainian: полководець, генерал, воєначальник; Uzbek: general; Vietnamese: tướng quân; Yiddish: גענעראַל, גענעראַלשע