περικεράννυμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
(6_20) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικεράννῠμαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον. | |lstext='''περικεράννῠμαι''': Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικεράννῠμαι:''' [[быть разлитым вокруг]] ([[κύκλῳ]] περί τι Plut.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:28, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
περικεράννῠμαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι καὶ χύνομαι ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 924Β· διάφορ. γραφὴ περικρεμάμενον.
Russian (Dvoretsky)
περικεράννῠμαι: быть разлитым вокруг (κύκλῳ περί τι Plut.).