ἐκδαμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_2)
 
(big3_13)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδαμάζω''': [[καταδαμάζω]], Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 40 (;)
|lstext='''ἐκδαμάζω''': [[καταδαμάζω]], Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 40 (;)
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐκδᾰμάζω)<br />[[vencer]], [[dominar]], [[domar]] ἐμέ Dioscorus 5.21, ὁ σίδηρος ... ἐκδαμάζει πάντα Thdt.M.81.1420B, en v. pas. πολλοῖς ἐκδαμασθείς Chrys.M.56.585.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδαμάζω: καταδαμάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 40 (;)

Spanish (DGE)

(ἐκδᾰμάζω)
vencer, dominar, domar ἐμέ Dioscorus 5.21, ὁ σίδηρος ... ἐκδαμάζει πάντα Thdt.M.81.1420B, en v. pas. πολλοῖς ἐκδαμασθείς Chrys.M.56.585.