μωλύνομαι: Difference between revisions
(6_5) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μωλύνομαι''': ἀόρ. α΄ ἐμωλύνθην Ἱππ.: πρκμ. μεμώλυσμαι Σοφ. [[ἔνθα]] κατωτ.· παθ. ([[μῶλυς]])· Ἐξασθενοῦμαι, μεμωλυσμένη· «παρειμένη» Σοφ. παρ· Ἡσυχ. ἐν λ. [[μῶλυς]] (Σοφ. Ἀποσπ. 620). ΙΙ. βαθμιαίως ἐξαφανίζομαι, ἐπὶ ἕλκους, Ἱππ. 765. 41., 1208Α, κτλ.· οὕτω, ἀπεμωλύνθη 1236Β· κατεμωλύνθη 1012C· - πρβλ. μολύω. | |lstext='''μωλύνομαι''': ἀόρ. α΄ ἐμωλύνθην Ἱππ.: πρκμ. μεμώλυσμαι Σοφ. [[ἔνθα]] κατωτ.· παθ. ([[μῶλυς]])· Ἐξασθενοῦμαι, μεμωλυσμένη· «παρειμένη» Σοφ. παρ· Ἡσυχ. ἐν λ. [[μῶλυς]] (Σοφ. Ἀποσπ. 620). ΙΙ. βαθμιαίως ἐξαφανίζομαι, ἐπὶ ἕλκους, Ἱππ. 765. 41., 1208Α, κτλ.· οὕτω, ἀπεμωλύνθη 1236Β· κατεμωλύνθη 1012C· - πρβλ. μολύω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μωλύνομαι:''' [[лишаться силы]], [[ослабевать]] Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
μωλύνομαι: ἀόρ. α΄ ἐμωλύνθην Ἱππ.: πρκμ. μεμώλυσμαι Σοφ. ἔνθα κατωτ.· παθ. (μῶλυς)· Ἐξασθενοῦμαι, μεμωλυσμένη· «παρειμένη» Σοφ. παρ· Ἡσυχ. ἐν λ. μῶλυς (Σοφ. Ἀποσπ. 620). ΙΙ. βαθμιαίως ἐξαφανίζομαι, ἐπὶ ἕλκους, Ἱππ. 765. 41., 1208Α, κτλ.· οὕτω, ἀπεμωλύνθη 1236Β· κατεμωλύνθη 1012C· - πρβλ. μολύω.
Russian (Dvoretsky)
μωλύνομαι: лишаться силы, ослабевать Soph.