μῶλυς

From LSJ

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶλυς Medium diacritics: μῶλυς Low diacritics: μώλυς Capitals: ΜΩΛΥΣ
Transliteration A: mō̂lys Transliteration B: mōlys Transliteration C: molys Beta Code: mw=lus

English (LSJ)

υ, gen. ῠος,
A soft, weak, feeble, μ. ἐπιστείβων, of a serpent, Nic.Th.32, cf. Sch.
2 metaph., weak in intellect, dull, Demetr. Lac.Herc.1014.58, Hsch. (who also has Comp.), cf. S.Fr.693; also μωλύτερον φαίνεσθαι τὸν λόγον Socr.Ep.30.14.
II μῶλυς ῥίζα, = μῶλυ 1, Lyc.679.

German (Pape)

[Seite 225] υ, gen. υος (μῶλος), durch Anstrengung entkräftet, erschöpft, daher matt, träge, stumpf, βραδύς, νωθρός, VLL.; so Nic. Th. 32 u. Sp.; Hesych. erkl. auch ἀμαθής.

Greek (Liddell-Scott)

μῶλυς: υ, γεν. υος, βραδύς, νωθρός, νωχελής, ἁπαλός, μ. ὦ νεανίσκε Ἱππῶν. 60· ὁ γεγηρακὼς ὄφις καὶ μόλις βαίνων, μ. ἐπιστείχων Νικ. Θ. 32· «μῶλυς· ὁ ἀμαθής· μωλύτερον· ἀμβλύτερον» Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ μαλακός, Λατ. moll-is, κτλ., οὐχὶ δὲ τῷ μῶλος).

Greek Monolingual

μῶλυς, -υ, γεν. -υος (Α)
1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός
2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος
3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» — μώλυ
4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς
ἀμαθής
μωλύτερον
ἀμβλύτερον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ. τών ρ. μωλύω, μωλύνω, αβέβαιης όμως περαιτέρω ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, συνδέεται με τον τ. μῶλος «μόχθος πολέμου». Η σημασιολογική δυσκολία που προκύπτει από αυτή τη σύνδεση μπορεί να υπερκεραστεί, αν θεωρηθεί ότι η λ. μῶλυς προήλθε από την αρχική χρήση του τ. μῶλος «κόπος, μόχθος». Άλλες προσπάθειες ετυμολόγησης της λ. που είτε τη συνδέουν με τον τ. μέλεος «άχρηστος, άθλιος» είτε συνδέουν το μωλύω με το μολούω κατά το, εξίσου αμφίβολο, κωλύω - κολούω, έχουν ήδη απορριφθεί και για μορφολογικούς και για σημασιολογικούς λόγους].

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: adj.
Meaning: enervated (also mentally); dull, feeble, weak (S. Fr. 963. Nic., Demetr. Lac.);
Other forms: also μῶλυξ (cod. -δ-; cf. v. Blumenthal Hesychst. 42f.) ἀπαίδευτος, μώλυκα τὸν ἀπαίδευτον. Ζακύνθιοι H.; μωλυρόν νωθρόν, βραδύ H.
Derivatives: μωλύω, -ύνω, -ύνομαι, aor. pass. μωλυ(ν)θῆναι, perf. med. μεμώλυσμαι, rarely with ἀπο-, κατα-, δια, boil imperfectly, scald, simmer, med.-pass. become powerless, fade away, especially of wounds fail to come to a head (Hp., Arist.); μωλύεται γηράσκει, μεμωλυσμένη παρειμένη H. With the verbal nouns μώλ-υσις (-υνσις) f. spoil (opposite ἕψησις; Arist., Thphr.), -υτης ἐπέων meaning uncertain (Timo).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With μωλύω (to which μωλύ-ν-ω; cf. Schwyzer 728) cf. κωλύω; the much more rare μῶλυς may be a backformation. With a velar μῶλυξ like κόρυξ νεανίσκος H. (s. κόρη); μωλυ-ρός like ἐχυρός, καπυρός a.o. (hardly with Benveniste Origines 36 to μωλύνω with ρ: ν -change), if not dissimilated from -υλός (cf. Leumann Glotta 32, 223 A. 2 = Kl. Schr. 249 n. 3). -- Because of the not very clear meaning and the unclear formation etymologically hard to asses. By Fick 23, 189, Bq a.o. connected with μέλεος (acc. to Bechtel Lex, 224f. and Specht KZ 59, 93 also ἀμβλύς); rejected by WP. 2, 285. After Prellwitz BB 26, 310 (accepted by WP. 2, 301 and Pok. 746) however to μῶλος. Diff. again H. Petersson Et. Miszellen 18: μωλύω to μολούω (s. μολεύω) as κωλύω to κολούω. -- Everything hypothetic. - The suffix -υκ- looks Pre-Greek.

Frisk Etymology German

μῶλυς: -υος
{mō̃lus}
Meaning: ‘geschwächt (auch geistig), erschöpft, weich’ (S.Fr. 963. Nik.. Demetr. Lac. u.a.); auch μῶλυξ (cod. -δ-; vgl. v. Blumenthal Hesychst. 42f.)· ἀπαίδευτος, μώλυκα· τὸν ἀπαίδευτον. Zακύνθιοι H.; μωλυρόν· νωθρόν, βραδύ H.
Derivative: Daneben μωλύω, -ύνω, -ύνομαι, Aor. Pass. μωλυ(ν)θῆναι, Perf. Med. μεμώλυσμαι, vereinzelt mit ἀπο-, κατα-, δια-, ‘halb sieden od. kochen, verbrühen, erweichen, entkräften’, Med.-Pass. kraftlos werden, dahinschwinden, bes. von Wunden nicht eitern (Hp., Arist. u.a.); μωλύεται· γηράσκει, μεμωλυσμένη· παρειμένη H. Davon die Verbalnomina μώλυσις (-υνσις) f. das Verbrühen (Gegensatz ἕψησις; Arist., Thphr. u.a.), -υτὴς ἐπέων Bed. unklar (Timo).
Etymology: Zu μωλύω (wozu μωλύν-ω; vgl. Schwyzer 728) vgl. κωλύω; das erheblich seltenere μῶλυς kann davon rückgebildet sein. Mit Guttural erweitert μῶλυξ wie κόρυξ· νεανίσκος H. (s. κόρη); μωλυρός wie ἐχυρός, καπυρός u.a. (schwerlich mit Benveniste Origines 36 zu μωλύνω mit ρ: ν -Wechsel), wenn nicht aus -υλός dissimiliert (vgl. Leumann Glotta 32, 223 A. 2 = Kl. Schr. 249 A. 3). — Wegen der wenig prägnanten Bedeutung und der unklaren Bildungsweise etymologisch schwierig zu beurteilen. Von Fick 23, 189, Bq u.a. zu μέλεος gezogen (wozu nach Bechtel Lex 224f. und Specht KZ 59, 93 auch ἀμβλύς); ablehnend WP. 2, 285. Nach Prellwitz BB 26, 310 (zustimmend WP. 2, 301 und Pok. 746) dagegen zu μῶλος. Wieder anders H. Petersson Et. Miszellen 18: μωλύω zu μολούω (s. μολεύω) wie κωλύω zu κολούω. — Alles hypothetisch.
Page 2,283