χρείμενος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_22)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρείμενος''': χρώμενος, μετοχ. Ἐπιγραφ. Δελφῶν, W. et F. 14.
|lstext='''χρείμενος''': χρώμενος, μετοχ. Ἐπιγραφ. Δελφῶν, W. et F. 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ένη, -ον, Α<br />βοιωτ. τ. της μτχ. ενεστ. του <i>χρῶμαι</i>.
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χρείμενος: χρώμενος, μετοχ. Ἐπιγραφ. Δελφῶν, W. et F. 14.

Greek Monolingual

-ένη, -ον, Α
βοιωτ. τ. της μτχ. ενεστ. του χρῶμαι.