χρείμενος

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek (Liddell-Scott)

χρείμενος: χρώμενος, μετοχ. Ἐπιγραφ. Δελφῶν, W. et F. 14.

Greek Monolingual

-ένη, -ον, Α
βοιωτ. τ. της μτχ. ενεστ. του χρῶμαι.