κέντριον: Difference between revisions

(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kentrion
|Transliteration C=kentrion
|Beta Code=ke/ntrion
|Beta Code=ke/ntrion
|Definition=τό, a surgical instrument, called modern spelling of <b class="b3">κέντιον</b>, Gal.13.407; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βουκέντριον]], Suid., cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>503.39</span>.</span>
|Definition=τό, a surgical instrument, called modern spelling of [[κέντιον]], Gal.13.407; = [[βουκέντριον]], Suid., cf. ''EM''503.39.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κέντριον''': (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέντρον]], Φιλῆς 28˙ τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον [[μέρος]] τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
|lstext='''κέντριον''': (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ [[κέντρον]], Φιλῆς 28· τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον [[μέρος]] τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέντριον]], τὸ (Α) [[κέντριον]]<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]], αλλ. [[κέντιον]]<br /><b>2.</b> βούκεντρο.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2023

English (LSJ)

τό, a surgical instrument, called modern spelling of κέντιον, Gal.13.407; = βουκέντριον, Suid., cf. EM503.39.

Greek (Liddell-Scott)

κέντριον: (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ κέντρον, Φιλῆς 28· τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον μέρος τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κέντριον, τὸ (Α) κέντριον
1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον
2. βούκεντρο.