ἀγκώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(6_8) |
(big3_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγκώδης''': -ες, ὁ, [[φαραγγώδης]] [[κοῖλος]], «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι. | |lstext='''ἀγκώδης''': -ες, ὁ, [[φαραγγώδης]] [[κοῖλος]], «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες [[lleno de barrancos]], [[abrupto]] γῆ St.Byz.s.u. Παρθυαῖοι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκώδης: -ες, ὁ, φαραγγώδης κοῖλος, «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.
Spanish (DGE)
-ες lleno de barrancos, abrupto γῆ St.Byz.s.u. Παρθυαῖοι.