ἀγκώδης
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκώδης: -ες, ὁ, φαραγγώδης κοῖλος, «διὰ τὴν φύσιν τῆς γῆς ἑλώδους καὶ ἀγκώδους οὔσης», Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Παρθυαῖοι.
Spanish (DGE)
-ες lleno de barrancos, abrupto γῆ St.Byz.s.u. Παρθυαῖοι.