ἰσχυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
(6_4)
(18)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡτήριος''': -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος [[ἴσχαιμος]]. ἴδε Littré 4, σ. 312.
|lstext='''ἰσχῡτήριος''': -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος [[ἴσχαιμος]]. ἴδε Littré 4, σ. 312.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυτήριος]], -ία, -ον (Α) [[ισχύω]]<br />αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, [[τονωτικός]], [[δυναμωτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1273] stärkend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡτήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος ἴσχαιμος. ἴδε Littré 4, σ. 312.

Greek Monolingual

ἰσχυτήριος, -ία, -ον (Α) ισχύω
αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, τονωτικός, δυναμωτικός.