πυκτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_10)
(35)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκτός''': -ή, -όν, = [[πτυκτός]], Πανδέκτη.
|lstext='''πυκτός''': -ή, -όν, = [[πτυκτός]], Πανδέκτη.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[πτυκτός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 817] = πτυκτός, zw., Jac. A. P. p. 50.

Greek (Liddell-Scott)

πυκτός: -ή, -όν, = πτυκτός, Πανδέκτη.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. πτυκτός.