μεγιστότιμος: Difference between revisions

(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megistotimos
|Transliteration C=megistotimos
|Beta Code=megisto/timos
|Beta Code=megisto/timos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">most honoured</b>, Δίκα <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>709</span> (lyr.).</span>
|Definition=μεγιστότιμον, [[most honoured]], Δίκα A.''Supp.''709 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[très honoré]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]], [[τιμή]].
}}
{{pape
|ptext=[τῑ], <i>am höchsten [[geehrt]]</i>, [[Δίκη]], Aesch. <i>Suppl</i>. 690.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγιστότῑμος:''' [[окруженный величайшим почитанием]] ([[Δίκη]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγιστότῑμος''': -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, [[ἔντιμος]], Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
|lstext='''μεγιστότῑμος''': -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, [[ἔντιμος]], Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγιστότιμος]], -ον (Α)<br />[[πάρα]] πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγιστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[μεγάτιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

English (LSJ)

μεγιστότιμον, most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très honoré.
Étymologie: μέγιστος, τιμή.

German (Pape)

[τῑ], am höchsten geehrt, Δίκη, Aesch. Suppl. 690.

Russian (Dvoretsky)

μεγιστότῑμος: окруженный величайшим почитанием (Δίκη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.

Greek Monolingual

μεγιστότιμος, -ον (Α)
πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγάτιμος].