ἀταλάντευτος: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(6_18) |
(big3_7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀταλάντευτος''': -ον, ὁ μὴ ζυγισθεὶς ἢ μὴ ζυγιζόμενος, [[ὑπερβολικός]], τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 405F. | |lstext='''ἀταλάντευτος''': -ον, ὁ μὴ ζυγισθεὶς ἢ μὴ ζυγιζόμενος, [[ὑπερβολικός]], τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 405F. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no equilibrado]] τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον locuacidad</i> Ephr.Syr.3.405F. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀταλάντευτος: -ον, ὁ μὴ ζυγισθεὶς ἢ μὴ ζυγιζόμενος, ὑπερβολικός, τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 405F.
Spanish (DGE)
-ον
no equilibrado τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον locuacidad Ephr.Syr.3.405F.