τοιχάριον: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(6_22)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιχάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τοῖχος]], τί ὤνησας τὴν [[σαυτοῦ]] ψυχὴν τοῖς τοιχαρίοις τὸ [[σῶμα]] ἐγκεκρυφώς; Νείλου Ἐπιστ. 2, 96, σ. 164, 1.
|lstext='''τοιχάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τοῖχος]], τί ὤνησας τὴν [[σαυτοῦ]] ψυχὴν τοῖς τοιχαρίοις τὸ [[σῶμα]] ἐγκεκρυφώς; Νείλου Ἐπιστ. 2, 96, σ. 164, 1.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />υποκορ. του [[τοίχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[βιβλιάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:37, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τοιχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τοῖχος, τί ὤνησας τὴν σαυτοῦ ψυχὴν τοῖς τοιχαρίοις τὸ σῶμα ἐγκεκρυφώς; Νείλου Ἐπιστ. 2, 96, σ. 164, 1.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
υποκορ. του τοίχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].