συντομουργός: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντομουργός''': -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ. | |lstext='''συντομουργός''': -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντομος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ἀγαθουργός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
συντομουργός: -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἀγαθουργός].