κομψευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(6_11) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομψευτικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D. | |lstext='''κομψευτικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κομψευτικός]], -ή, -όν (Μ) [[κομψεύω]]<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν [[βασιλέα]] λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:04, 18 June 2022
Greek (Liddell-Scott)
κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.
Greek Monolingual
κομψευτικός, -ή, -όν (Μ) κομψεύω
αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.).