κομψευτικός

From LSJ

ἡ δίκη χειροῖ τῆς ἀδικίας → Justice subdues injustice (?)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.

Greek Monolingual

κομψευτικός, -ή, -όν (Μ) κομψεύω
αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.).