δικέφαλος: Difference between revisions

(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikefalos
|Transliteration C=dikefalos
|Beta Code=dike/falos
|Beta Code=dike/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">two-headed</b>, ib.<span class="bibl">540b3</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>770a24</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.3.76</span>; δράκων <span class="bibl">D.C.50.8</span>.</span>
|Definition=δικέφαλον, [[two-headed]], ib.540b3, ''GA''770a24, Paul.Aeg.3.76; δράκων D.C.50.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[bicéfalo]] ὄφις Arist.<i>HA</i> 540<sup>b</sup>3, <i>GA</i> 770<sup>a</sup>24, del perro Orto, Apollod.2.106, δράκων D.C.50.8.4, τὸ κυόμενον Paul.Aeg.3.76.1, ἄνθρωποι Ps.Callisth.13.5E, s. cont. <i>IG</i> 11(2).154B.51 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ δ. [[ἀλώπηξ]] dicho de Severo Antioqueno por admitir la duplicidad de personas en Cristo, Eust.Mon.<i>Ep</i>.972<br /><b class="num">•</b>medic. [[dicéfalo]] de un tumor [[con dos prominencias]] Cass.Fel.35.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zweiköpfig]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 5.4 und Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''δικέφᾰλος:''' [[двухголовый]] ([[ὄφις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκέφᾰλος''': -ον, ὁ δύο κεφαλὰς ἔχων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.4, π.Ζ. Γεν. 4.4,6.
|lstext='''δῐκέφᾰλος''': -ον, ὁ δύο κεφαλὰς ἔχων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.4, π.Ζ. Γεν. 4.4,6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δικέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο κεφάλια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[δικέφαλος]] μυς» — [[ονομασία]] δύο [[μυών]] που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δικέφαλος]]<br />ο [[δικέφαλος]] [[αετός]], το κατ' εξοχήν βυζαντινό [[σύμβολο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

English (LSJ)

δικέφαλον, two-headed, ib.540b3, GA770a24, Paul.Aeg.3.76; δράκων D.C.50.8.

Spanish (DGE)

-ον
bicéfalo ὄφις Arist.HA 540b3, GA 770a24, del perro Orto, Apollod.2.106, δράκων D.C.50.8.4, τὸ κυόμενον Paul.Aeg.3.76.1, ἄνθρωποι Ps.Callisth.13.5E, s. cont. IG 11(2).154B.51 (III a.C.)
fig. ἡ δ. ἀλώπηξ dicho de Severo Antioqueno por admitir la duplicidad de personas en Cristo, Eust.Mon.Ep.972
medic. dicéfalo de un tumor con dos prominencias Cass.Fel.35.

German (Pape)

zweiköpfig, Arist. H.A. 5.4 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

δικέφᾰλος: двухголовый (ὄφις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέφᾰλος: -ον, ὁ δύο κεφαλὰς ἔχων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.4, π.Ζ. Γεν. 4.4,6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δικέφαλος, -ον)
αυτός που έχει δύο κεφάλια
νεοελλ.
1. φρ. «δικέφαλος μυς» — ονομασία δύο μυών που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικέφαλος
ο δικέφαλος αετός, το κατ' εξοχήν βυζαντινό σύμβολο.