ονομασία
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀνομασία) ονομάζω
1. η ενέργεια του ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία
2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών»)
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ονομάζω, το όνομα
αρχ.
1. κατάταξη, ταξινόμηση
2. τρόπος έκφρασης, γλώσσα
3. υπόμνηση, μνεία.