συνωμότις: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_12)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνωμότις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[συνωμότης]], Νικήτ. Χρον. 340D.
|lstext='''συνωμότις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[συνωμότης]], Νικήτ. Χρον. 340D.
}}
{{grml
|mltxt=-ιδος, ἡ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συνωμότης]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, fem. von [[συνωμότης]], Nicet.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνωμότις: -ιδος, θηλ. τοῦ συνωμότης, Νικήτ. Χρον. 340D.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Μ
βλ. συνωμότης.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. von συνωμότης, Nicet.