ἐθελόπορνος: Difference between revisions

(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ethelopornos
|Transliteration C=ethelopornos
|Beta Code=e)qelo/pornos
|Beta Code=e)qelo/pornos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">voluntary catamite</b>, <span class="bibl">Anacr.21.7</span>.</span>
|Definition=ἐθελόπορνον, [[voluntary catamite]], Anacr.21.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[prostituido por vicio]] subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0718.png Seite 718]] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐθελόπορνος:''' [[склонный к разврату]] Anacr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελόπορνος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.
|lstext='''ἐθελόπορνος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐθελόπορνος]], -ον (Α)<br />ἡ [[ἐθελόπορνος]]<br />αυτή που παραδίνεται με τη [[θέληση]] της στην [[πορνεία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐθελόπορνον, voluntary catamite, Anacr.21.7.

Spanish (DGE)

-ον
prostituido por vicio subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.

German (Pape)

[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελόπορνος: склонный к разврату Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.

Greek Monolingual

ἐθελόπορνος, -ον (Α)
ἐθελόπορνος
αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.