κέρσαι: Difference between revisions

(6_4)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέρσαι''': Αἰολ. ἀντὶ κεῖραι.
|lstext='''κέρσαι''': Αἰολ. ἀντὶ κεῖραι.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέρσαι]] (Α)<br />αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του [[κείρω]], [[αντί]] <i>κεῖραι</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

κέρσαι: Αἰολ. ἀντὶ κεῖραι.

Greek Monolingual

κέρσαι (Α)
αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του κείρω, αντί κεῖραι.