μειρακοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_7) |
(24) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειρακοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] μειρακίῳ, Καισάριος 1073. | |lstext='''μειρακοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] μειρακίῳ, Καισάριος 1073. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μειρακοειδής]], -ές (Α) [[μείραξ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική [[ηλικία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:37, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μειρακοειδής: -ές, ὅμοιος μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
Greek Monolingual
μειρακοειδής, -ές (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική ηλικία.