μοριασμός: Difference between revisions

(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moriasmos
|Transliteration C=moriasmos
|Beta Code=moriasmo/s
|Beta Code=moriasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dividing into fractional parts</b>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>1.10.</span>
|Definition=ὁ, [[dividing into fractional parts]], Ptol.''Alm.''1.10.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοριασμός''': ὁ, ἡ εἰς μόρια (κλάσματα) [[διαίρεσις]] ἀκεραίου ἀριθμοῦ, Πτολεμ. Μαθημ. 1, 9, σ. 26C.
|lstext='''μοριασμός''': ὁ, ἡ εἰς μόρια (κλάσματα) [[διαίρεσις]] ἀκεραίου ἀριθμοῦ, Πτολεμ. Μαθημ. 1, 9, σ. 26C.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοριασμός]], ὁ (Α)<br />[[διαίρεση]] ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόριον]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>μοριάζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, dividing into fractional parts, Ptol.Alm.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

μοριασμός: ὁ, ἡ εἰς μόρια (κλάσματα) διαίρεσις ἀκεραίου ἀριθμοῦ, Πτολεμ. Μαθημ. 1, 9, σ. 26C.

Greek Monolingual

μοριασμός, ὁ (Α)
διαίρεση ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου μοριάζω].