μόριον
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
τό, prop. Dim. of μόρος,
A piece, portion, Hdt.7.23, Pl.R.525e, etc.; of quarters of the world, Hdt.2.16; parts of a country, Th.7.58; of an army, Id.2.39; ψυχῆς μόριον E.Andr.541 (anap.); βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Th.8.46; ἐν βραχεῖ μ. ἡμέρας Id.1.85, cf. 141; ψαμάθου μόριον βραχύ AP7.404.7 (Zon.).
II constituent part, member (opp. μέρος, a mere part), μόριον ἀρετῆς, πολιτικῆς, Pl.Lg.696b, Grg.463d; εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἂν… λέγεται μόρια τούτου Arist.Metaph.1023b18; τέχναι καὶ ἐπιστῆμαι κατὰ μόριον γινόμεναι, opp. περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, Id.Pol.1288b11.
2 especially of the members or parts of the body, Id.HA488b29; Περὶ ζῴων μορίων, title of the treatise Parts of Animals, Lat. De partibus animalium: in plural, esp. parts or genitals, male and female, ἀνδρεῖα μόρια Luc.Vit.Auct.6; τὰ γεννητικὰ μόρια = sexual organs, genitals D.S.1.85; τὰ μόρια Plu.2.797f: less freq. in sg., μόριον ἀνδρὸς γόνιμον = membrum virile ib.323b, cf. Gal. 12.431; μόριον γυναικεῖον = pudenda muliebria Luc.DMort.28.2.
3 of persons, member of a council, etc., Arist.Pol.1282a37.
III Gramm., part of speech, D.H.Comp.6, A.D.Pron.36.21, al.; in full, μόριον λέξεως D.H.Comp. 17; μόριον λόγου Plu.2.731e.
2 prefix or suffix, opp. μέρος (part of a word), Corn.ND13, EM141.47,809.9.
IV Arith., fraction with 1 for numerator, Dioph. 1p.6T.; also, fraction in general, Id.5.20,al.; denominator of a fraction, Id.1.23, al., Hero *Stereom.2.16; μορίου or ἐν μορίῳ c. gen., divided by... Dioph.3.19, 1.25.
German (Pape)
[Seite 207] τό, dim. von μόρος, Teilchen, Stückchen; μέγ' ἀναλώσας ψυχῆς μόριον, Eur. Andr. 542; in Prosa, Her. 2, 16. 7, 23; βραχεῖ μορίῳ ἡμέρας, Thuc. 1, 85; ἐν βραχεῖ μορίῳ, von der Zeit gesagt, 1, 141; vgl. noch 8, 46. 6, 92; Plat. oft u. Folgde. – Bei den Gramm. = Partikel. – Bei den Medic. ein Glied des menschlichen Körpers und des thierischen überhaupt, wie Arist. περὶ ζῴων μορίων geschrieben; bes. auch Geschlechtsglied, S. Emp. pyrrh. 3, 205; γόνιμον, Plut. fort. Rom. 10; γυναικεῖον, Luc. Dial. mort. 28, 2; ἀνδρεῖα, vit. auct. 6; τὰ γεννητικά, D. Sic. 1, 85. – Die Art als Unterabtheilung der Gattung, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 partie;
2 particul. partie du corps, membre ; τὰ μόρια parties de l'homme ou de la femme.
Étymologie: μόρος¹.
Russian (Dvoretsky)
μόριον: τό
1 частица, кусок, часть: τρία μόρια (sc. τῆς γῆς) Her. три части света; τὸ πρὸς τὸν Τυρσηνικὸν πόντον μ. Thuc. обращенная к Тирренскому морю часть (Сицилии); ἐν βραχεῖ μορίῳ Thuc. в течение короткого времени;
2 составная часть, элемент (sc. τοῦ εἴδους Arst.): κατὰ μ. Arst. частично или по частям, порознь;
3 анат. член тела, орган: περὶ ζῴων μορίων Arst. (наука) о частях тела (т. е. анатомия) животных;
4 тж. pl. половой орган (γόνιμον Plut.; γυναικεῖον Luc.);
5 сочлен, член (sc. τῆς βουλῆς Arst.);
6 грам. частица или приставка.
Greek (Liddell-Scott)
μόριον: τό, κυρίως ὑποκορ. τοῦ μόρος, τεμάχιον, μέρος, μερίς, Ἡρόδ. 7. 23, Πλάτ., κτλ.· ἐπὶ τμημάτων τῆς σφαίρας, Ἡρόδ. 2. 16· ἐπὶ τῶν μερῶν χώρας, Θουκ. 7. 58· ἐπὶ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν 2. 39· ψυχῆς μ. Εὐρ. Ἀνδρ. 541 βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Θουκ. 8. 46· βραχεῖ μ. ἡμέρας ὁ αὐτ. ἐν 1. 85, πρβλ. 141. ΙΙ. μέρος ἢ μέλος συστατικόν τινος, ὅθεν διάφορον τοῦ ἁπλῶς τοιούτου, εἰς ἃ τὸ εἶδος διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 25, 2· κατὰ μόριον γιγνόμεναι τέχναι, ἀντίθετ. τῷ περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 4. 1, 1. 2) ἐντεῦθεν, τὰ μέρη ἢ μέλη σώματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 2· πρβλ. τοῦ αὐτοῦ τὸ περὶ ζῴων μορίων, de Partibus Animalium· - ἐν τῷ πληθ., ἰδίως τὰ γεννητικὰ μόρια τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀνδρεῖα μόρια Λουκ. Βίων Πρᾶσις 6· τὰ γεννητικὰ μόρια Διόδ. 1. 85· τὰ μόρια Πλούτ. 797F· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., μ. ἀνδρὸς γόνιμον αὐτόθι 323Β· μ. γυναικεῖον Λουκ. Νεκρικ. Διάλ. 28. 2. 3) ἐπὶ προσώπων, μέλος συμβουλίου τινός, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 17, πρβλ. 4. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ. μόριον ἐγκλιτικόν, ἢ ἁπλῶς λεξείδιον ἄκλιτον, «Ἴλιόν δε. τὸ δέ, οὐκ ἔστι μέρος λόγου, ἀλλὰ μόριον» Μέγ. Ἐτυμολ. 809. 9., 141. 47· - τοῦ λόγου τὰ μόρια, τὰ μέρη τοῦ λόγου, Διον. Ἁλ. V, 7. 11., 31, 8., 64, 18., κτλ., Πλούτ. 2. 731Ε. IV. ἐν τῇ Ἀριθμ., ὁ διαιρέτης ἀριθμοῦ τινος· ὡσαύτως κλάσμα.
Greek Monotonic
μόριον: τό,
1. υποκορ. του μόρος, κομμάτι, μερίδιο, απόσπασμα, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για τμήματα, διαμερίσματα της γης, σε Ηρόδ.· για επιμέρους τμήματα της χώρας, σε Θουκ.· λέγεται για στράτευμα, στον ίδ.
2. μέλος συμβουλίου, σε Αριστ.
Middle Liddell
μόριον, ου, τό, [Dim. of μόρος
1. a piece, portion, section, Hdt., Plat., etc.; of quarters of the glove, Hdt.; of parts of a country, Thuc.; of an army, Thuc.
2. a member of a council, Arist.
English (Woodhouse)
part, piece, portion, share, part separated
Mantoulidis Etymological
Ὑποκορ. τοῦ μόρος (=πεπρωμένο) τοῦ μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.