ἀρχαγέτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_5)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχᾱγέτης''': ἀρχᾱγός, Δωρ. ἀντὶ [[ἀρχηγέτης]], [[ἀρχηγός]].
|lstext='''ἀρχᾱγέτης''': ἀρχᾱγός, Δωρ. ἀντὶ [[ἀρχηγέτης]], [[ἀρχηγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχᾱγέτης:''' ἀρχ-ᾱγός, Δωρ. και Αττ. αντί <i>ἀρχ-ηγ-</i>.
}}
}}

Latest revision as of 21:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, nach Plut. Lyc. 6 der ursprüngliche Name der lacedämonischen Könige, s. ἀρχηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχᾱγέτης: ἀρχᾱγός, Δωρ. ἀντὶ ἀρχηγέτης, ἀρχηγός.

Greek Monotonic

ἀρχᾱγέτης: ἀρχ-ᾱγός, Δωρ. και Αττ. αντί ἀρχ-ηγ-.