τληκαρδίως: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_6) |
(41) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τληκαρδίως''': Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε [[τλησικάρδιος]] ἐν τέλει. | |lstext='''τληκαρδίως''': Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε [[τλησικάρδιος]] ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Μ<br /><b>επίρρ.</b> με ισχυρό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]], πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>τληκάρδιος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:57, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τληκαρδίως: Ἐπίρρ., = τλησικαρδίως, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 148, ἴδε τλησικάρδιος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. με ισχυρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + καρδία, πιθ. μέσω αμάρτυρου τληκάρδιος].