φρόνημα
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
φρονήματος, τό,
A mind, spirit, ἔστ' ἂν Διὸς φ. λωφήσῃ χόλου A.Pr.378; Αἰσχύλου φρόνημα ἔχων Telecl.14; with limiting epithets, φρόνημα δύσθεον A.Ch.191; ὑπέρτολμον ib.595(lyr.); ὠμόν Id.Th.537; ἐλεύθερον Pl.Lg.865d; τυραννικόν Id.R.573b, X. Lac.15.8: pl., Hdt.9.54.
2 thought, purpose, will, φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα S.Ant.354 (lyr.); ψυχὴ καὶ φρόνημα καὶ γνώμη ib.176, cf. 207; τὸ φρόνημα τῆς σαρκός, τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος, Ep.Rom.8.6: freq. in plural, καρτεροῖς φρονήμασι with stubborn thoughts, A.Pr.209; ματαίων.. φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Id.Th.438; ἐμπέδοις φρονήμασιν S.Ant.169; τὰ σκλήρ' ἄγαν φρονήματα ib.473; τὰ φρονήματα ἀληθινὰ καὶ πάντῃ μεγάλα ἐκέκτηντο Pl.Criti.120e.
II either in good or bad sense,
1 high spirit, resolution, pride, τὸ Ἀθηναίων φρόνημα Hdt.8.144, cf. 9.7.β; ἀνδρί γε φ. ἔχοντι to a man of spirit, Th.2.43; φρόνημα τε καὶ πίστις Arist.Pol.1313b2; φρόνημα ἔχων ἐλεύθερον ib.1314a3; courage, opp. δειλία, Jul. Or.2.59c (pl.); δουλοῖ τὸ φρόνημα τὸ αἰφνίδιον Th.2.61: c. fut. inf., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι aspiring to be leaders of the Peloponnese, Id.5.40: freq. in plural, φρονήματα = high thoughts, proud designs, διασείσειν τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109, cf. 3.122,125, 9.54; οὐ.. ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Pl.Smp. 182c, cf. 190b, Isoc. 6.89; Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων A.Pers.828; τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων E.Heracl.387.
2 in bad sense, presumption, arrogance, φρονήμ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν A.Pr. 953, cf. E.Heracl.926 (lyr.), Ar.V.1024 (anap.), Pax25, Pl.Plt. 290d, etc.; τὸ τῶν Ἀτρειδῶν φρόνημα Phld.Rh.2.217 S., etc.: pl., παυσάμενοι τῶν φρονημάτων Isoc.14.37; φρονήματα τυραννικά Plu.Eum.13.
III pl. φρονήματα = φρένες, heart, breast, ἰὸς ἐκ φρονημάτων.. πεσών A.Eu.478.
German (Pape)
[Seite 1308] τό, Sinn, Verstand, Gedanken; ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376, u. oft, wie Soph. u. Eur.; das, was Einer im Sinn, in Gedanken hat, Her., auch Sinnesart, Gesinnung, nicht selten im plur., 3, 122. 125. 9, 54; ἐμπέδοις φρονήμασιν, mit unveränderlicher Gesinnung, Treue, Soph. Ant. 169; ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. Legg. IX, 685 d; μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει Rep. IX, 573 b; bes. erhabene Gesinnung, Muth, Hochsinn, φρονήμ φρονήματος τοῦ πρὶν στερέντες Eur. Hec. 622; καὶ τὰ φρονήματα μεγάλα εἶχον Plat. Conv. 190 b; allein, Muth, Menex. 239 e. Aber auch in tadelnder Bdtg, allzu hohe Meinung von sich, Hochmuth, Hoffart, Stolz u. Prahlerei, ὑπέρτολμον ἀνδρὸς φρόνημα τίς λέγοι; Aesch. Ch. 587; σεμνόστομός γε καὶ φρονήμ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν Prom. 955 (er braucht es auch = φρένες, ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών Eum. 456); ἀνδρὸς οὐδενὸς φρόνημα δείσασα Soph. Ant. 455; τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Eur. Heracl. 388; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα Ar. Vesp. 1024; Thuc. 5, 43; οὐ φρονήμ φρονήματος καὶ θυμοῦ ἐμπίπλαται Plat. Rep. III, 411 c; καὶ μεγαλαυχία Lys. 206 a.
French (Bailly abrégé)
φρονήματος (τό) :
A. au mor. ;
I. esprit, intelligence, pensée;
II. manière de penser, sentiment :
1 en gén.
2 particul. manière de penser grande ou manière de penser élevée, courage, grandeur d'âme, noblesse, sentiments élevés;
3 en mauv. part orgueil, présomption, arrogance, fierté;
B. au phys. cœur, c. φρένες.
Étymologie: φρονέω.
Russian (Dvoretsky)
φρόνημα: φρονήματος τό тж. pl.
1 образ мыслей, мышление, настроение (φ. καὶ γνώμη Soph.): ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβιωκώς Plat. мысливший, как мыслят люди свободные; μένειν ἐμπέδοις φρονήμασιν Soph. сохранять неизменный образ мыслей;
2 разум, (здравое) суждение, здравый смысл (διαφαίνειν ἀλκὴν καὶ φ. μετὰ νοῦ καὶ συνέσεως βεβαιον Plut.);
3 возвышенный образ мыслей, благородство, мужество (ἀνὴρ φ. ἔχων Thuc.): δουλοῦν τὸ φρόνημα Thuc. сломить мужество;
4 намерение, воля (τοιόνδ᾽ ἐμὸν φ. Soph.): ἐν φρονήματι εἶναι τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι Thuc. мечтать о гегемонии над Пелопоннесом;
5 самоуверенность, уверенность Xen.;
6 высокомерие, гордыня (φρονήμ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν Aesch.): παυσάμενοι τῶν φρονημάτων Isocr. отбросив гордость.
Greek (Liddell-Scott)
φρόνημα: τό, ὁ, νοῦς, τὸ πνεῦμά τινος, ἡ διάθεσις, Λατιν. animus, ἔστ’ ἂν Διὸς φρ. λωφήσῃ χόλου Αἰσχύλ. Προμ. 376· Αἰσχύλου φρόνημ’ ἔχων Τηλεκλείδης ἐν «Ἠσιόδοις» 1· ― ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ταύτης πολλάκις δι’ ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν περιορίζεταί πως, δύσθεον Αἰσχύλ. Χο. 191· ὑπέρτολμον αὐτόθι 595· ὠμὸν ὁ αὐτ ἐπὶ Θηβ. 519· ἐλεύθερον Πλάτ. Νόμ. 865D· τυραννικὸν ὁ αὐτ ἐν Πολ. 573Β, Ξεν. Λακ. Πολ. 15. 8. 2) διανόημα, σκέψις, σκοπός, ἐπιθυμία, θέλησις, φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρ. Σοφ. Ἀντιγ. 354. πρβλ. 176, 207· συχνάχις ἐν τῷ πληθ., καρτεροῖς φρ. Αἰσχύλ. Προμ. 207· Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 827· ματαίων... φρονημάτων ἡ γλῶσσ’ ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 438· ἐμπέδοις φρ. Σοφ. Ἀντ. 169· τὰ σκλήρ’ ἄγαν φρ. αὐτόθι 473· τῶν φρ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων Εὐριπ. Ἡρακλ. 388· φρ. μεγάλα Πλάτ. Συμπ. 190Β, πρβλ. Κριτίαν 120Ε. ΙΙ ἐπὶ καλῆς ἢ ἐπὶ κακῆς σημασίας, 1) ὑψηλὸν καὶ εὐγενὲς φρόνημα, μεγαλοφροσύνη, ἀποφασιτικὸς χαρακτήρ, θάρρος μετά ὑπερηφανίας, τῶν Ἀθηναίων τὸ φρ. Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. 9. 7, 2· φρονήμ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν Αἰσχύλ. Πρ. 953· ἀνδρί γε φρ. ἔχοντι Θουκ. 2. 43 φο. καὶ πίστις Ἀριστ, Πολιτικ. 3. 11, 5· δουλοῦν τὸ φρ. Θουκ. 2. 61 (πρβλ. καταφρόνημα)· μετά μέλλ. ἀπαρ., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι, ἔχοντες τὴν φιλοτιμίαν καὶ φιλοδοξίαν νὰ γίνωσιν ἡγεμόνες τῆς Π., ὁ αὐτ. 5. 40· ― συχν. ἐν τῷ πληθ., ὑψηλαὶ σκέψεις, σχέδια μεγάλα, καὶ περιληπτικῶς, θάρρος, ὑπερηφανία, πεποίθησις, διασείειν τὰ Ἀθηναίων φρον. Ἡρόδ. 6. 109, πρβλ. 3. 122, 125., 9. 54· οὐ... ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Πλάτ. Συμπ. 182C, πρβλ. 190Β, Ἰσοκρ. 134D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, κόμπος, ἀλαζονεία, ὑπερηφανία, τῦφος, Αἰσχύλ. Πρ. 955, Εὐρ. Ἡρακλ. 926, Ἀριστοφ. Σφ. 1024, Εἰρ. 25, Πλάτ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 303D, Πλούτ., κλπ ΙΙΙ. ὁ πληθ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. ὡς συνώνυμον τῷ φρένες, ἡ καρδία, τὸ στῆθος, ἰὸς ἐκ φρονημάτων… πεσὼν Εὐμενίδ. 478.
English (Strong)
from φρονέω; (mental) inclination or purpose: (be, + be carnally, + be spiritually) mind(-ed).
English (Thayer)
φρονηματος, τό (φρονέω, which see), what one has in mind, the thoughts and purposes (A. V. mind): Hesychius φρόνημα. βούλημα, θέλημα. In various other senses also from Aeschylus down.)
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φρονῶ
1. διανόημα, σκέψη (α. «μ' ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ.
β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.)
2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ... φρόνημα ἔχοντι», Θουκ.)
νεοελλ.
γνώμη, άποψη, αντίληψη, ιδέα («έχει σταθερά πολιτικά φρονήματα»)
μσν.
εκκλ. ακόλαστη επιθυμία, ασέλγεια («νεκρώσας τὸ φρόνημα τὸ τῆς σαρκός», Μηναί.)
αρχ.
1. νους, πνεύμα, διανοητική και συναισθηματική κλίση («Αισχύλου φρόνημ' ἔχων», Τηλεκλείδ.)
2. (με κακή σημ.) αλαζονεία, κομπασμός («οὐκ ἐκτελέσαι φησὶν ἐπαρθεὶς οὐδ' ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα», Αριστοφ.)
3. στον πληθ. τὰ φρονήματα
α) μεγάλα σχέδια, υψηλοί στόχοι
β) η καρδιά
4. φρ. «ἐν φρονήματί εἰμι» — έχω την φιλοδοξία να... (Θουκ.).
Greek Monotonic
φρόνημα: φρονήματος, τό,
I. 1. το μυαλό κάποιου, πνεύμα, σκέψη, φρόνημα, Λατ. animus, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. σκέψη, επιθυμία, σκοπός, σε Σοφ.· πληθ., σκέψεις, σε Τραγ.
II. είτε με θετική είτε με αρνητική σημασία.
1. υψηλό φρόνημα, υψηλοφροσύνη, υψηλό πνεύμα, αποφασιστικότητα, υπερηφάνεια, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· πληθ., υψηλές σκέψεις, μεγαλόφρονα σχέδια, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. με αρνητική σημασία, υπερηφάνεια, αλαζονεία, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· και σε πληθ., σε Ισοκρ., Πλούτ. κ.λπ.
III. πληθ., φρένες, καρδιά, στήθος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φρόνημα, ατος, τό, [from φρονέω
I. one's mind, spirit, Lat. animus, Aesch., Plat., etc.
2. thought, purpose, will, Soph.; pl. thoughts, Trag.
II. either in good or bad sense,
1. high feeling, highmindedness, high spirit, resolution, pride, Hdt., Aesch., etc.: pl. high thoughts, proud designs, Hdt., Plat.
2. in bad sense, presumption, arrogance, Aesch., Eur., etc.; and in plural, Isocr., Plut., etc.
III. pl. = φρένες, the heart, breast, Aesch.
Chinese
原文音譯:frÒnhma 弗羅尼馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:意向
字義溯源:意欲,意向,渴望,意志,意念,思念,體貼;源自(φρονέω)=想著),而 (φρονέω)出自(φρήν)*=悟性)
出現次數:總共(4);羅(4)
譯字彙編:
1) 思念(3) 羅8:6; 羅8:6; 羅8:7;
2) 意念(1) 羅8:27
English (Woodhouse)
ardour, conceit, contemptuousness, courage, haughtiness, high spirit, pride, soul, spirit
Lexicon Thucydideum
animus, superbia, pride, arrogance, 1.81.6, 2.43.6, 2.61.3, 2.62.3, 3.45.4, 4.80.3, 5.40.3, 5.43.2, 6.18.4.
Translations
arrogance
Albanian: arrogancë; Arabic: تَكَبُّر; Aramaic: ܫܘܩܠܐ; Armenian: մեծամտություն; Azerbaijani: təkəbbür; Belarusian: заразумеласць, ганарыстасць; Bulgarian: високомерие, надменност, арогантност; Catalan: arrogància; Chinese Mandarin: 傲慢; Czech: domýšlivost, arogance; Danish: arrogance, hovmod; Dutch: arrogantie, aanmatiging; Faroese: hugmóð, stórlæti, arrogansa; Finnish: arroganssi, arroganttius, kopeus, koppavuus, pöyhkeys, röyhkeys, ylimielisyys; French: arrogance; Galician: fachenda, fenolía, entono, inchazo, esfouto, bravosidade; German: Arroganz, Dünkel, Hochmut, Überheblichkeit; Greek: αλαζονεία, υπεροψία; Ancient Greek: ἀγερωχία, ἀγηνορία, ἀγηνορίη, ἁλιφροσύνη, ἀπόνοια, ἄρσις, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, αὐθάδεια, αὐθαδιασμός, αὐθάδισμα, αὐταρέσκεια, βαρύτης, βρένθος, γαυρίαμα, γαυρότης, ἐμφυσίωσις, ἐξανάστασις, ἐπιπολασμός, θρασύτης, λαμυρία, λῆμα, μεγαλαύχημα, μεγαλαυχία, μεγαληνορία, μεγαλοδοξία, μεγαλοψυχία, περιοψία, στρῆνος, τὸ γαῦρον, τὸ σεμνόν, τὸ ὑπερήφανον, ὑπερβίη, ὑπερβολία, ὑπερηνορέη, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, ὑπερφροσύνη, φρόνημα, φρονηματισμός, φρόνησις, φῦσα, φύσημα, φυσίωσις, χαύνωσις, χλιδή; Hebrew: יְהִירוּת, עתק rhet.; Hindi: अभिमान, घमंड; Hungarian: arrogancia, gőg, fennhéjázás, önhittség, önteltség, önelégültség, pökhendiség, rátartiság, nagyképűség, felfuvalkodottság, fölényesség; Icelandic: gikksháttur; Irish: borrachas, anuaill; Italian: arroganza; Japanese: 高慢, 傲慢; Kabuverdianu: farrónpa; Korean: 거만(倨慢); Ladino: altigueza; Latin: superbia; Latvian: augstprātība, augstprātīgums, uzpūtība, uzpūtīgums; Lithuanian: arogancija, išdidumas, pasipūtimas, akiplėšiškumas; Macedonian: ароганција; Malayalam: അഹങ്കാരം; Norwegian Bokmål: arroganse; Nynorsk: arroganse; Ottoman Turkish: تكبر; Polish: arogancja; Portuguese: arrogância, soberba, altivez; Romanian: trufie, mândrie, aroganță; Russian: заносчивость, высокомерие, надменность, спесь, гордыня, кичливость, чванливость; Scottish Gaelic: uaill, àrdan, ladarnas, dànadas, sodal; Serbo-Croatian Cyrillic: арога̀нција; Roman: arogàncija; Slovak: domýšľavosť, arogancia; Slovene: domišljavost; Spanish: arrogancia, soberbia, altanería, altivez; Swedish: arrogans, högmod; Tibetan: རྒྱགས་པ; Tocharian B: śarwarñe, amāṃ; Turkish: kibir, tekebbür; Ugaritic: 𐎂𐎀𐎐; Ukrainian: зарозумі́лість, гордовитість, пихатість, чванькуватість (čvanʹku
pride
Akkadian: 𒌨; Arabic: كِبْرِيَاء; Armenian: գոռոզություն; Asturian: arguyu; Avar: чӏухӏи; Azerbaijani: qürur, təkəbbür, məğrurluq; Belarusian: гонар, пыха, гардыня, фанабэрыя, ганарыстасць; Bengali: নফসানিয়াত; Bulgarian: гордост; Catalan: orgull; Chinese Mandarin: 自負/自负, 自大, 妄自尊大; Czech: pýcha; Dutch: trots, fierheid, eergevoel; Esperanto: fiero; Estonian: ülbus, kõrkus; Finnish: ylpeys; French: orgueil, fierté; Galician: orgullo; Georgian: სიამაყე, ამპარტავნება; German: Hochmut; Greek: υπερηφάνεια; Ancient Greek: ἀγηνορία, ἄνθος, αὔχα, αὔχη, αὔχημα, γάνος, γαυρότης, ἔπαρσις, ζᾶλος, ζῆλος, καύχησις, μεγαλοφροσύνη, ὄγκος, ὀφρῦς, σεμνολόγημα, τὸ σεμνόν, τρύφημα, ὑπερηφανία, ὑπερφέρεια, φρόνημα, φρόνησις, φυσίωσις, χλιδή; Hebrew: גאווה \ גַּאֲוָה; Hindi: आरोह, ऊंचाई, ऐंठ; Hungarian: büszkeség; Icelandic: stolt; Irish: mórchúis, anumhlaíocht; Italian: superbia, orgoglio; Japanese: 自慢, 傲慢; Korean: 자만, 자부심, 교만; Latvian: lepnība, lepnums; Macedonian: гордост; Malayalam: അഭിമാനം; Middle English: pryde; Norwegian: stolthet; Occitan: orguèlh; Old English: ofermettu; Oromo: boona; Ossetian: сӕрыстыр; Persian: غرور; Plautdietsch: Huachmoot; Polish: pycha, zarozumiałość; Portuguese: orgulho; Romanian: îngâmfare, mândrie, trufie; Russian: гордыня, спесь, заносчивость, высокомерие, чванство, гонор; Scottish Gaelic: uaill; Slovak: pýcha; Slovene: ponòs, nadutost; Southern Sami: tjievlies-voete; Spanish: orgullo; Swedish: stolthet; Tagalog: karangalan; Telugu: దర్పము; Turkish: kibir, gurur; Tuvan: чоргаарал; Ukrainian: гординя, гонор, пиха, чванство, фудулія; Walloon: firté; Welsh: balchder; Yiddish: גאווה
courage
Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة, جَسَارَة; Egyptian Arabic: جسارة; Hijazi Arabic: شجاعة; South Levantine Arabic: شجاعة; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت, جرات, جسارت, شجاعت; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس, ہمت; Uyghur: جاسارەت; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi