μολυβδωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6_11) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ. | |lstext='''μολυβδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[μολυβδωτός]], -ή, -όν) [[μολυβδώνω]]<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο κατασκευασμένος από μόλυβδο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 200] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α μολυβδωτός, -ή, -όν) μολυβδώνω
αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο
νεοελλ.
ο κατασκευασμένος από μόλυβδο.