ὀργιστικός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_11)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργιστικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν [[ἐπιρρεπής]], ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ.
|lstext='''ὀργιστικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν [[ἐπιρρεπής]], ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργιστικός]], -ή, -όν) [[οργιστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οργίλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀργιστικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που εξοργίζει κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 370] anreizend, oder reizbar, zum Zorn geneigt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιστικός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν ἐπιρρεπής, ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀργιστικός, -ή, -όν) οργιστός
1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οργίλος
2. αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός.
επίρρ...
ὀργιστικῶς (Α)
με τρόπο που εξοργίζει κάποιον.