ὀργιστικός: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_11) |
(29) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργιστικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν [[ἐπιρρεπής]], ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. | |lstext='''ὀργιστικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν [[ἐπιρρεπής]], ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργιστικός]], -ή, -όν) [[οργιστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οργίλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀργιστικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που εξοργίζει κάποιον. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 370] anreizend, oder reizbar, zum Zorn geneigt, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιστικός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν ἐπιρρεπής, ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀργιστικός, -ή, -όν) οργιστός
1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οργίλος
2. αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός.
επίρρ...
ὀργιστικῶς (Α)
με τρόπο που εξοργίζει κάποιον.