παρακλήτρια: Difference between revisions

(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraklitria
|Transliteration C=paraklitria
|Beta Code=paraklh/tria
|Beta Code=paraklh/tria
|Definition=ἡ, fem. of foreg., Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>100</span>.
|Definition=ἡ, fem. of [[παράκλητος]], Sch. E. ''Hec.'' 100.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακλήτρια''': θηλ., ἡ παρακαλοῦσα, ἡ ἱκετεύουσα, Παράφρασις τῆς Εὐρ. Ἑκάβης 147. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 317.
|lstext='''παρακλήτρια''': θηλ., ἡ παρακαλοῦσα, ἡ ἱκετεύουσα, Παράφρασις τῆς Εὐρ. Ἑκάβης 147. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 317.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[παρακλήτωρ]].
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

English (LSJ)

ἡ, fem. of παράκλητος, Sch. E. Hec. 100.

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, tem. zum Folgdn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλήτρια: θηλ., ἡ παρακαλοῦσα, ἡ ἱκετεύουσα, Παράφρασις τῆς Εὐρ. Ἑκάβης 147. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 317.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. παρακλήτωρ.