ἡμίρρυπος: Difference between revisions
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imirrypos | |Transliteration C=imirrypos | ||
|Beta Code=h(mi/rrupos | |Beta Code=h(mi/rrupos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ἡμίρρυπον, [[half-dirty]], εἴριον Id.''Mul.''2.205. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡμίρρῠπος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ῥερυπωμένος]], [[ῥυπαρός]], εἴριον Ιππ. 672. 19. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίρρυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ λερωμένος, που δεν [[είναι]] εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον [[εἴριον]]» — μισοπλυμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρύπος]] «[[βρομιά]]»]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>halb [[schmutzig]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμίρρυπον, half-dirty, εἴριον Id.Mul.2.205.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίρρῠπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ῥερυπωμένος, ῥυπαρός, εἴριον Ιππ. 672. 19.
Greek Monolingual
ἡμίρρυπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].
German (Pape)
halb schmutzig, Hippocr.