μαλλί

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

το (AM μαλλίον και μάλιον, Μ και μαλίον και μάλιον και [ο]μαλλί[ν] και μαλλί)
1. το έριο, το τρίχωμα και ειδικά τών προβάτων
2. (γενικά) τρίχωμα ζώου, ιδίως μαλακό
3. στον πληθ. τα μαλλιά ή τὰ μαλλία ή τὰ μάλια
το σύνολο τών τριχών που φύονται στην κεφαλή του ανθρώπου, η κόμη («σγουρά μαλλιά»)
νεοελλ.
1. το χνούδι ορισμένων φυτών ή καρπών που μοιάζει με τρίχωμα («μεγάλωσαν οι αγκινάρες κι έχουν πολλά μαλλιά»)
2. το πρώτο πτίλωμα τών νεοσσών τών πτηνών
3. φρ. α) «έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά» — καταπονήθηκα λέγοντας πολλά ή μιλώντας επίμονα για κάτι
β) «μαλλιά κουβάρια» — λέγεται για δήλωση μεγάλης ακαταστασίας
γ) «γίναμε μαλλιά κουβάρια» — γίναμε άνω-κάτω, μαλώσαμε πολύ σοβαρά
δ) «πιάνομαι μαλλιά με μαλλιά» — τσακώνομαι, έρχομαι στα χέρια
ε) «τα μαλλιά της κεφαλής μου» — πάρα πολλά χρήματα
4) παροιμ. α) «πήγε για μαλλί κι έφυγε κουρεμένος» — προσπάθησε να κερδίσει κάτι, αλλά ζημιώθηκε
β) «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται» — λέγεται για ανώφελη προσπάθεια σωτηρίας που κάνει κάποιος, όταν βρίσκεται σε απόγνωση
γ) «πολλά μαλλιά, λίγα μυαλά» ή μακριά μαλλιά και λίγη γνώση» — λέγεται για άτομα που έχουν μακριά μαλλιά και για τα οποία υπάρχει η πεποίθηση ότι είναι άμυαλα
δ) «οπού 'χει μαλλιά και γένια έχει γνοιάση και για χτένια» — αυτός που έχει πολλά υλικά αγαθά έχει και μεγάλη μέριμνα για τη διατήρησή τους
ε) «τ' άσπρα μαλλιά δε δίνουνε τη γνώση στον δεν έχει» — ο ανόητος άνθρωπος δεν βάζει μυαλό, ακόμη κι όταν γεράσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλ-ίον, υποκορ. του μαλλός].