ἀπαιδευτότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(6_18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιδευτότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, [[ἄγροικος]], [[σκαιός]], [[ἄκομψος]], πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
|lstext='''ἀπαιδευτότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, [[ἄγροικος]], [[σκαιός]], [[ἄκομψος]], πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιδευτότροπος:''' [[невоспитанный]], [[разнузданный]] ([[ἐξουσία]] Diod.).
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδευτότροπος: -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, ἄγροικος, σκαιός, ἄκομψος, πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιδευτότροπος: невоспитанный, разнузданный (ἐξουσία Diod.).