κερδοσυλλέκτης: Difference between revisions

(6_19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδοσυλλέκτης''': -ου, ὁ, ὁ [[πανταχοῦ]] ἀναζητῶν κέρδη, Νικήτ. Χρον. 16. 2.
|lstext='''κερδοσυλλέκτης''': -ου, ὁ, ὁ [[πανταχοῦ]] ἀναζητῶν κέρδη, Νικήτ. Χρον. 16. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερδοσυλλέκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που επιζητεί και επιτυγχάνει κέρδη με [[κάθε]] τρόπο και με [[κάθε]] [[ευκαιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[συλλέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλέκτης]]), [[πρβλ]]. [[νομισματοσυλλέκτης]], [[ρακοσυλλέκτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1424] ὁ, Gewinnzusammenleser, der überall Gewinn sucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερδοσυλλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πανταχοῦ ἀναζητῶν κέρδη, Νικήτ. Χρον. 16. 2.

Greek Monolingual

κερδοσυλλέκτης, ὁ (Μ)
αυτός που επιζητεί και επιτυγχάνει κέρδη με κάθε τρόπο και με κάθε ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -συλλέκτης (< συλλέκτης), πρβλ. νομισματοσυλλέκτης, ρακοσυλλέκτης].