3,273,735
edits
(6_20) |
(3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[μόλυβδος]], τήκομαι ὡς [[μόλυβδος]], Διοσκ. 5. 99. 2) μεμολυβδωμένος, εἶμαι γεμισμένος μὲ μόλυβδον, ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων τοῦ παιγνιδίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 3, 1· ἐπὶ τοῦ δικτύου, ἔχοντος τεμάχια μολύβδου προσηρτημένα [[ὅπως]] εὐχερῶς βυθίζηται εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόσταδον. | |lstext='''μολυβδόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[μόλυβδος]], τήκομαι ὡς [[μόλυβδος]], Διοσκ. 5. 99. 2) μεμολυβδωμένος, εἶμαι γεμισμένος μὲ μόλυβδον, ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων τοῦ παιγνιδίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 3, 1· ἐπὶ τοῦ δικτύου, ἔχοντος τεμάχια μολύβδου προσηρτημένα [[ὅπως]] εὐχερῶς βυθίζηται εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόσταδον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μολυβδόομαι:''' (слова на [[μολυβδ]]- имеют v. l. [[μολιβδ]]-) наливаться свинцом: μεμολυβδωμένοι ἀστράγαλοι Arst. налитые свинцом игральные кости. | |||
}} | }} |