Anonymous

μολυβδόομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_20)
 
(3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβδόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[μόλυβδος]], τήκομαι ὡς [[μόλυβδος]], Διοσκ. 5. 99. 2) μεμολυβδωμένος, εἶμαι γεμισμένος μὲ μόλυβδον, ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων τοῦ παιγνιδίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 3, 1· ἐπὶ τοῦ δικτύου, ἔχοντος τεμάχια μολύβδου προσηρτημένα [[ὅπως]] εὐχερῶς βυθίζηται εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόσταδον.
|lstext='''μολυβδόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[μόλυβδος]], τήκομαι ὡς [[μόλυβδος]], Διοσκ. 5. 99. 2) μεμολυβδωμένος, εἶμαι γεμισμένος μὲ μόλυβδον, ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων τοῦ παιγνιδίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 3, 1· ἐπὶ τοῦ δικτύου, ἔχοντος τεμάχια μολύβδου προσηρτημένα [[ὅπως]] εὐχερῶς βυθίζηται εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόσταδον.
}}
{{elru
|elrutext='''μολυβδόομαι:''' (слова на [[μολυβδ]]- имеют v. l. [[μολιβδ]]-) наливаться свинцом: μεμολυβδωμένοι ἀστράγαλοι Arst. налитые свинцом игральные кости.
}}
}}