ζώγρημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(6_22)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώγρημα''': τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).
|lstext='''ζώγρημα''': τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ζώγρημα]], το (AM) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> [[θήραμα]], ζώο που πιάστηκε ζωντανό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[λεία]], [[θύμα]] («[[ζώγρημα]] τοῦ διαβόλου»).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek (Liddell-Scott)

ζώγρημα: τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).

Greek Monolingual

ζώγρημα, το (AM) ζωγρώ
1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό
2. μτφ. λεία, θύμαζώγρημα τοῦ διαβόλου»).