ἐλεγκτήρ: Difference between revisions

(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elegktir
|Transliteration C=elegktir
|Beta Code=e)legkth/r
|Beta Code=e)legkth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who convicts</b> or <b class="b2">detects</b>, τῶν ἀποκτεινάντων <span class="bibl">Antipho 2.4.3</span>.</span>
|Definition=ἐλεγκτῆρος, ὁ, [[one who convicts]] or [[detects]], τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[el que aporta pruebas de culpabilidad]] οὐ γὰρ μηνυτὴς οὐδ' ἐλεγκτὴρ τῶν ἀποκτεινάντων [[εἰμί]] Antipho 2.4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0793.png Seite 793]] ῆρος, ὁ, der Ueberführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0793.png Seite 793]] ῆρος, ὁ, der Überführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />celui qui réfute <i>ou</i> convainc.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέγχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεγκτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελέγχων ἢ ἀνευρίσκων, τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 32 (ἄλλως ἐλεγκτής).
|lstext='''ἐλεγκτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελέγχων ἢ ἀνευρίσκων, τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 32 (ἄλλως ἐλεγκτής).
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ῆρος () :<br />celui qui réfute <i>ou</i> convainc.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλέγχω]].
|lsmtext='''ἐλεγκτήρ:''' -ῆρος ή ἐλεγκτής, -οῦ, , αυτός ο [[οποίος]] επιρρίπτει ευθύνες ή τις αναζητά, τῶν ἀποκτεινάντων, σε Αντιφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐλεγκτήρ]], ῆρος,<br />one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων [[Antipho]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

English (LSJ)

ἐλεγκτῆρος, ὁ, one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
el que aporta pruebas de culpabilidad οὐ γὰρ μηνυτὴς οὐδ' ἐλεγκτὴρ τῶν ἀποκτεινάντων εἰμί Antipho 2.4.3.

German (Pape)

[Seite 793] ῆρος, ὁ, der Überführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui réfute ou convainc.
Étymologie: ἐλέγχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελέγχων ἢ ἀνευρίσκων, τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 32 (ἄλλως ἐλεγκτής).

Greek Monotonic

ἐλεγκτήρ: -ῆρος ή ἐλεγκτής, -οῦ, ὁ, αυτός ο οποίος επιρρίπτει ευθύνες ή τις αναζητά, τῶν ἀποκτεινάντων, σε Αντιφ.

Middle Liddell

ἐλεγκτήρ, ῆρος,
one who convicts or detects, τῶν ἀποκτεινάντων Antipho.