κορωνίης: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koroniis
|Transliteration C=koroniis
|Beta Code=korwni/hs
|Beta Code=korwni/hs
|Definition=Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">arching the neck</b>, ἵππος ὣς κ. <span class="bibl">Semon.18</span> (<b class="b3">κορωνίτης</b> codd. <span class="title">EM</span>).</span>
|Definition=Att. [[κορωνίας]], ου, ὁ, ([[κορωνιάω]]) [[arching the neck]], ἵππος ὣς κ. Semon.18 ([[κορωνίτης]] codd. ''EM'').
}}
{{ls
|lstext='''κορωνίης''': Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, ([[κορωνιάω]]) κυρτῶν τὸν τράχηλον, [[ἵππος]] ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορωνίης]], αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) [[κορώνη]]<br />αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

English (LSJ)

Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.

Greek Monolingual

κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.