ἐναντίον
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Adv., v. ἐναντίος.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ἐναντίος.
Russian (Dvoretsky)
ἐναντίον:
I τό, in crasi τοὐναντίον, тж. pl. ἐναντία τά, in crasi τἀναντία (тж. κατὰ τἀναντία Plat. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb.)
1 напротив, наоборот Soph., Thuc., Xen., Plat.: πᾶν τοὐναντίον Plat. и πάντα τἀναντία Xen. как раз наоборот, совсем напротив; τὰ ἔναντία τούτων Her., Thuc. и τἀναντία τούτοις Plat. в противоположность этому; τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ᾽ αὐτῷ ποιεῖν Arph. поступая не так, как ему следует, а как раз наоборот;
2 в лицо, лицом к лицу (προσβλέπειν τινά Eur.): τὸν ἐναντίον ὧδε κάλεσσον Hom. позови его сюда; ἐ. παντὸς τοῦ λαοῦ NT перед лицом всего народа.
II
1 praep. cum gen.; 1.1) в лицо (βλέπειν ἐ. τινός Eur.); 1.2) навстречу (ἰέναι Hom. и ἐλθεῖν ἐ. τινός Pind.); 1.3) перед лицом, в присутствии (ἐ. ἁπάντων Thuc.; ἐ. τῶνδε Soph.);
2 praep. cum gen. и cum dat. против (μάχεσθαι ἐ. τινός, νεικεῖν ἐ. ἀλλήλοισιν Hom.).
III τό
1 противоположность (ἡ τῶν ἐναντίων ἐπιστήμη Arst.);
2 враждебная партия Xen.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντίον: ἐπίρρ., ἴδε ἐναντίος.
English (Strong)
neuter of ἐναντίος; (adverbially) in the presence (view) of: before, in the presence of.
Greek Monolingual
και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον
Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])
επίρρ.
1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.)
2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι
3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή σε κάτι
4. αντιστρόφως, αντιθέτως προς κάτι
5. (με άρθρο) τουναντίον
αντιθέτως, αντιστρόφως
μσν.
αλλιώς, ειδεμή («ὅσοι Ρωμαῖοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)
2. (τοπικ.) απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)
3. (αναφορά) απέναντι σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)
αρχ.
1. ενώπιον, μπροστά σε κάποιον (α. «τὸν ξεῖνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.
β. «ἐναντίον ἁπάντων λέγειν», Θουκ.)
2. κατά πρόσωπο («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν εναντίον», Αισχ.)
3. (με άρθρο) τοὐναντίον
α) αντιθέτως, αντιστρόφως
β) εξάλλου («ἤ πάλιν τοὐναντίον», Μένανδρ.).
Greek Monotonic
ἐναντίον: επίρρ., βλ. ἐναντίος.
Middle Liddell
adverb[v. ἐναντίος.]
Chinese
原文音譯:™nant⋯on 恩-安提按
詞類次數:介詞(5)
原文字根:在內-交換
字義溯源:當面,在面前,干犯;源自(ἐναντίος)=反對);而 (ἐναντίος)出自(ἔναντι)=在⋯面前),由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἀντί)*=相對)組成。
同義字:1) (ἐναντίον)當面 2) (ἐνώπιον)當面,在面前 3) (κατενώπιον)就在面前
出現次數:總共(5);路(2);徒(3)
譯字彙編:
1) 在⋯面前(3) 路20:26; 路24:19; 徒7:10;
2) 在⋯前(1) 徒8:32;
3) 干犯(1) 徒28:17
English (Woodhouse)
opposite, in opposition, in presence of, in sight of, in the presence of, to one's face
Lexicon Thucydideum
coram, in person, face to face, 5.50.1, 6.25.1.
Translations
face to face
Arabic: وَجْهًا لِوَجْه; Belarusian: тварам да твару, вока на вока; Bengali: মুখোমুখি; Bulgarian: лице в лице; Chinese Cantonese: 當面/当面; Mandarin: 當面/当面, 面對面/面对面; Czech: tváří v tvář; Danish: ansigt til ansigt; Dutch: in het echt, oog in oog; Finnish: kasvokkain, kasvotusten, henkilökohtaisesti; French: vis-à-vis, tête-à-tête, face à face; Georgian: პირისპირ; German: von Angesicht zu Angesicht, in echt; Greek: πρόσωπο με πρόσωπο; Ancient Greek: ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ἀντικρύ; Hebrew: פנים אל פנים; Hindi: आमने-सामने, सम्मुख, रूबरू; Hungarian: személyesen; Ido: nazo kontre nazo; Indonesian: tatap muka; Interlingua: facie a facie; Irish: aghaidh ar aghaidh; Kurdish Central Kurdish: ڕوو بە ڕوو; Macedonian: лице в лице, очи в очи; Malay: bersemuka; Maori: rae ki te rae, kanohi ki te kanohi; Norwegian Bokmål: ansikt til ansikt, under fire øyne; Persian: رو به رو; Polish: twarzą w twarz, w cztery oczy; Portuguese: face a face, cara a cara, pessoalmente; Romanian: față în față, între patru ochi; Russian: лицом к лицу, с глазу на глаз, тет-а-тет; Scottish Gaelic: aghaidh ri aghaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: очи у очи; Roman: oči u oči; Slovak: tvárou v tvár; Slovene: iz oči v oči; Spanish: frente a frente, cara a cara; Swedish: ansikte mot ansikte, öga mot öga; Tagalog: harapan; Telugu: ముఖాముఖి; Turkish: yüz yüze; Ukrainian: обличчям до обличчя, віч-на-віч
in the presence of
Albanian: faqe, faqeza; Armenian: ներկայությամբ; Dutch: in het bijzijn van, in de aanwezigheid van, ten overstaan van; Finnish: jos ... on, mikäli ... on, mukana, läsnä ollessa, edessä, seurassa; French: en présence de; Greek: ενώπιον, παρουσία του, μπροστά σε; Ancient Greek: ἀντί, ἀντίον, ἀπέναντι, ἔναντι, ἐναντίον, ἐνώπιον, παρά, πάροιθα, πάροιθε; Hungarian: jelenlétében; Italian: in presenza di, al cospetto di; Latin: ante; Polish: w obecności; Tocharian B: enepre