λᾶθος: Difference between revisions

(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lathos
|Transliteration C=lathos
|Beta Code=la=qos
|Beta Code=la=qos
|Definition=εος, τό, Dor. for <b class="b3">λῆθος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λήθη]], <span class="bibl">Theoc.23.24</span>.</span>
|Definition=εος, τό, Dor. for [[λῆθος]], = [[λήθη]], Theoc.23.24.
}}
{{pape
|ptext=τό, dor. für [[λῆθος]], = [[λήθη]], Theocr. 23.24; <i>Schol. Ap.Rh</i>. 1.556.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾶθος:''' τό дор. = *[[λῆθος]] и [[λήθη]].
}}
{{ls
|lstext='''λᾶθος''': -εος, τό, Δωρ. ἀντὶ [[λῆθος]], = [[λήθη]], Θεόκρ. 23. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 488 κἑξ., [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] καὶ περὶ τοῦ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς λαλιᾷ λάθος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾶθος:''' -εως, τό, Δωρ. αντί [[λῆθος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 25 August 2023

English (LSJ)

εος, τό, Dor. for λῆθος, = λήθη, Theoc.23.24.

German (Pape)

τό, dor. für λῆθος, = λήθη, Theocr. 23.24; Schol. Ap.Rh. 1.556.

Russian (Dvoretsky)

λᾶθος: τό дор. = *λῆθος и λήθη.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶθος: -εος, τό, Δωρ. ἀντὶ λῆθος, = λήθη, Θεόκρ. 23. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 488 κἑξ., ἔνθα γίνεται λόγος καὶ περὶ τοῦ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς λαλιᾷ λάθος.

Greek Monotonic

λᾶθος: -εως, τό, Δωρ. αντί λῆθος.