λῆθος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
Dor. λᾶθος, εος, τό, = λήθη, Theoc.23.24.
German (Pape)
τό, = λήθη, dor. λᾶθος, Theocr. 23.24.
Russian (Dvoretsky)
λῆθος: только дор. λᾶθος, εος τό Theocr. = λήθη.
Greek (Liddell-Scott)
λῆθος: Δωρ. λᾶθος, τό, (λήθομαι) = λήθη, Θεόκρ. 23. 24.
Greek Monolingual
λῆθος, δωρ. τ. λᾱθος, τὸ (Α)
η λήθη, η λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη)].
Greek Monotonic
λῆθος: Δωρ. λᾶθος, τό (λήθομαι), = λήθη, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[λήθομαι] = λήθη, Theocr.]