διαμοιράομαι: Difference between revisions

nl
(big3_11)
(nl)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[dividir]], [[distribuir en partes]], [[repartir]] c. ac. τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων <i>Od</i>.14.434, κληῖδας μὲν πρῶτα πάλῳ διεμοιρήσαντο A.R.1.395, ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου Orph.<i>Fr</i>.210, καμάτους τοὺς σούς <i>AP</i> 7.645 (Crin.), cf. 14.116, 120 (ambos Metrod.), cf. Dionysius 33.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. de pers. [[repartirse]] algo con alguien μῆλα φίλαις διεμοιρήσαντο Ἰνὼ καὶ Σεμέλη ... παρθενικαῖς <i>AP</i> 14.119 (Metrod.), en v. pas. πέμματός τε εἰς ἴσον διαμεμοιραμένου Ath.12e.
|dgtxt=[[dividir]], [[distribuir en partes]], [[repartir]] c. ac. τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων <i>Od</i>.14.434, κληῖδας μὲν πρῶτα πάλῳ διεμοιρήσαντο A.R.1.395, ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου Orph.<i>Fr</i>.210, καμάτους τοὺς σούς <i>AP</i> 7.645 (Crin.), cf. 14.116, 120 (ambos Metrod.), cf. Dionysius 33.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. de pers. [[repartirse]] algo con alguien μῆλα φίλαις διεμοιρήσαντο Ἰνὼ καὶ Σεμέλη ... παρθενικαῖς <i>AP</i> 14.119 (Metrod.), en v. pas. πέμματός τε εἰς ἴσον διαμεμοιραμένου Ath.12e.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μοιράομαι verdelen, verscheuren:; τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων hij sneed al (het vlees) en verdeelde het in zeven porties Od. 14.434; pass.: ἔραμαι διαμοιρᾶσθαι ik verlang ernaar in tweeën gedeeld te worden Eur. Hipp. 1376.
}}
}}